ἀκατάψευστος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akatapsefstos | |Transliteration C=akatapsefstos | ||
|Beta Code=a)kata/yeustos | |Beta Code=a)kata/yeustos | ||
|Definition= | |Definition=[[not fabulous]], θηρία [[Herodotus|Hdt.]]4.191; [[not belied]], διάληψις ''Ath.Mitt.''33.380 (Pergam.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=-ον<br />[[no fabuloso]] θηρία Hdt.4.191<br /><b class="num">•</b>[[no fingido]] [[διάληψις]] <i>Ath.Mitt</i>.33.1908.380.27 (Pérgamo, heleníst.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non fabuleux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταψεύδομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />[[non fabuleux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταψεύδομαι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>nicht [[erlogen]]</i>, Her. 4.191. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκατάψευστος:''' [[невыдуманный]], [[невымышленный]] (θηρία Her.). | |||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ἀκατάψευστος''': ὁ μὴ [[ψευδὴς]] ἢ [[μυθώδης]], θηρία, Ἡρόδ. 4. 191· κατάψευστα, ἐγράφη κατ’ εἰκασίαν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκατάψευστος:''' -ον ([[καταψεύδομαι]]), αυτός που δεν είναι [[ψευδής]] ή [[μυθώδης]], που δεν αποτελεί [[προϊόν]] εικασίας, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀκατάψευστος:''' -ον ([[καταψεύδομαι]]), αυτός που δεν είναι [[ψευδής]] ή [[μυθώδης]], που δεν αποτελεί [[προϊόν]] εικασίας, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[καταψεύδομαι]]<br />not [[fabulous]], Hdt. | |mdlsjtxt=[[καταψεύδομαι]]<br />not [[fabulous]], Hdt. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
not fabulous, θηρία Hdt.4.191; not belied, διάληψις Ath.Mitt.33.380 (Pergam.).
Spanish (DGE)
-ον
no fabuloso θηρία Hdt.4.191
•no fingido διάληψις Ath.Mitt.33.1908.380.27 (Pérgamo, heleníst.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fabuleux.
Étymologie: ἀ, καταψεύδομαι.
German (Pape)
nicht erlogen, Her. 4.191.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάψευστος: невыдуманный, невымышленный (θηρία Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάψευστος: ὁ μὴ ψευδὴς ἢ μυθώδης, θηρία, Ἡρόδ. 4. 191· κατάψευστα, ἐγράφη κατ’ εἰκασίαν.
Greek Monolingual
ἀκατάψευστος, -ον (Α) καταψεύδομαι
1. ο αληθινός, αυτός που δεν είναι μυθώδης
2. αυτός που δεν έχει διαψευστεί.
Greek Monotonic
ἀκατάψευστος: -ον (καταψεύδομαι), αυτός που δεν είναι ψευδής ή μυθώδης, που δεν αποτελεί προϊόν εικασίας, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
καταψεύδομαι
not fabulous, Hdt.