κελευσμοσύνη: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kelefsmosyni | |Transliteration C=kelefsmosyni | ||
|Beta Code=keleusmosu/nh | |Beta Code=keleusmosu/nh | ||
|Definition=ἡ, Ion. for [[κελευσμός]], [[κέλευσμα]], Hdt.1.157. | |Definition=ἡ, Ion. for [[κελευσμός]], [[κέλευσμα]], [[Herodotus|Hdt.]]1.157. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:08, 4 September 2023
English (LSJ)
ἡ, Ion. for κελευσμός, κέλευσμα, Hdt.1.157.
German (Pape)
[Seite 1415] ἡ, ion., dasselbe, Her. 1, 157.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. c. κελευσμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελευσμοσύνη -ης, ἡ [κελεύω] bevel.
Russian (Dvoretsky)
κελευσμοσύνη: (σῠ) ἡ Her. = κέλευσμα 1.
Greek (Liddell-Scott)
κελευσμοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κελευσμός, κέλευσμα, κελευσμοσύνης Λυδοὶ τὴν πᾶσαν δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Ἡρόδ. 1. 157.
Greek Monolingual
κελευσμοσύνη, ἡ (Α)
ιων. τ. του κέλευσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελευσμός.
Greek Monotonic
κελευσμοσύνη: ἡ, Ιων. αντί κέλευσμα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
κελευσμοσύνη, ἡ, [ionic for κέλευσμα, Hdt.]