σκαιωρέω: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skaioreo | |Transliteration C=skaioreo | ||
|Beta Code=skaiwre/w | |Beta Code=skaiwre/w | ||
|Definition= | |Definition== [[πανουργέω]], [[devise mischievously]], ἐπιβουλήν τινι Procop.''Aed.''1 ''Prooemia'', cf. Sch.[[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''673. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκαιωρέω''': [[πανουργέω]], ἐπινοῶ | |lstext='''σκαιωρέω''': [[πανουργέω]], ἐπινοῶ μετὰ πανουργίας, μηχανῶμαι πανούργως, «ταράττομαι» Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 673, κτλ. - Παθητ., ἐσκαιωρημένα Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 9. 8· πρβλ. [[σκευωρέομαι]]· - σκαιωρία, ἡ, [[βλάβη]], Θεόδ. Πρόδρ., Τζέτζ. Ἱστ. 8. 903, κτλ., ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄρχησις]], [[χορεία]], καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια». - σκαιώρημα, τό, ἐπιβλαβές [[ἐπινόημα]], Πολυδ. Ϛ΄, 182, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 728, Ἐκκλ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 18 September 2023
English (LSJ)
= πανουργέω, devise mischievously, ἐπιβουλήν τινι Procop.Aed.1 Prooemia, cf. Sch.S.OT673.
German (Pape)
[Seite 888] = σκαιουργέω, Schol. Eur. Or. 432, πανουργέομαι, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
σκαιωρέω: πανουργέω, ἐπινοῶ μετὰ πανουργίας, μηχανῶμαι πανούργως, «ταράττομαι» Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 673, κτλ. - Παθητ., ἐσκαιωρημένα Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 9. 8· πρβλ. σκευωρέομαι· - σκαιωρία, ἡ, βλάβη, Θεόδ. Πρόδρ., Τζέτζ. Ἱστ. 8. 903, κτλ., ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρχησις, χορεία, καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια». - σκαιώρημα, τό, ἐπιβλαβές ἐπινόημα, Πολυδ. Ϛ΄, 182, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 728, Ἐκκλ.