ἐπίηρα: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_22)
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epiira
|Transliteration C=epiira
|Beta Code=e)pi/hra
|Beta Code=e)pi/hra
|Definition=<b class="b3">φέρειν</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἦρα φέρειν]] or <b class="b3">ἦρα ἐπιφέρειν</b>, bring one <b class="b2">acceptable</b> <b class="b2">gifts</b>, render <b class="b2">service</b>, ἐπίηρα φέροντα <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1094</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Rhian.1.21</span>; ἐπίηρα φέρεσθαι <span class="bibl">A.R.4.375</span>; δέχθαι <span class="title">AP</span>13.22 (Phaedim.); <b class="b3">ἐπίηρα</b>, as Adv., = [[χάριν]], <b class="b2">for the sake of</b>, <span class="bibl">Antim.87</span>; <b class="b3">ὃς κακὰ πόλλ' ὑπέμεινε μιῆς</b> ἐ. θυγατρός <span class="bibl"><span class="title">PHamb.</span>22.2</span>(iv A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. sg.<b class="b3">ἐπίηρος</b> <b class="b2">pleasant, grate ful</b>, χθών <span class="bibl">Emp.96.1</span>; γέρας Simm.6.3: Comp. ἐπιηρέστερος <span class="bibl">Epich. 186</span>. Cf. <b class="b3">ἦρα, ἐπιήρανος</b>.</span>
|Definition=[[φέρειν]],<br><span class="bld">A</span> = [[ἦρα φέρειν]] or <b class="b3">ἦρα ἐπιφέρειν</b>, bring one [[acceptable]] [[gifts]], render [[service]], ἐπίηρα φέροντα [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1094 (lyr.), cf. Rhian.1.21; ἐπίηρα φέρεσθαι A.R.4.375; δέχθαι ''AP''13.22 (Phaedim.); [[ἐπίηρα]], as adverb, = [[χάριν]], [[for the sake of]], Antim.87; <b class="b3">ὃς κακὰ πόλλ' ὑπέμεινε μιῆς</b> ἐ. θυγατρός ''PHamb.''22.2(iv A.D.).<br><span class="bld">II</span>. sg. [[ἐπίηρος]] [[pleasant]], [[grate ful]], χθών Emp.96.1; γέρας Simm.6.3: Comp. ἐπιηρέστερος Epich. 186. Cf. [[ἦρα]], [[ἐπιήρανος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0941.png Seite 941]] φέρειν τινί, oder ἐπιῆρα φέρειν τινί, oder ἐπὶ ἦρα φέρειν τινί, Iliad. 1, 572. 578, Jemandem gefällig sein, χαρίζεσθαί τινι; s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 111 Buttmann Lexik. 2. Aufl. Bd. 1 S. 149 ff; Apoll. Lex. Homer. ed. Bekk. p. 73, 11; Scholl. Iliad. 1, 572. – Soph. O. R. 1094; – = [[χαρίζομαι]] auch Rhian. 1 (Stob. fl. 4, 34 E.); [[ἐπίηρα]] φέρεσθαι, Lohn davontragen, Ap. Rh. 4, 375, wie [[ἐπίηρα]] δέχθαι, Phaedim. 1 (XIII, 22). – Vgl. ἦρα und [[ἐπίηρος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0941.png Seite 941]] φέρειν τινί, oder ἐπιῆρα φέρειν τινί, oder ἐπὶ ἦρα φέρειν τινί, Iliad. 1, 572. 578, Jemandem gefällig sein, χαρίζεσθαί τινι; s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 111 Buttmann Lexik. 2. Aufl. Bd. 1 S. 149 ff; Apoll. Lex. Homer. ed. Bekk. p. 73, 11; Scholl. Iliad. 1, 572. – Soph. O. R. 1094; – = [[χαρίζομαι]] auch Rhian. 1 (Stob. fl. 4, 34 E.); [[ἐπίηρα]] φέρεσθαι, Lohn davontragen, Ap. Rh. 4, 375, wie [[ἐπίηρα]] δέχθαι, Phaedim. 1 (XIII, 22). – Vgl. ἦρα und [[ἐπίηρος]].
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[ἐπίηρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίηρα:''' τά pl. n к [[ἐπίηρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίηρα''': φέρειν = ἦρα φέρειν ἢ ἦρα ἐπιφέρειν, [[φέρω]] εἴς τινα ἀρεστά, εὐπρόσδεκτα δῶρα· [[πράττω]] τι χαριζόμενός τινι, χαρίζεσθαι [[ἐπίηρα]] φέροντα Σοφ. Ο. Τ. 1095, πρβλ. Ριαν. παρὰ Στοβ. τίτλ. 4. 34· [[ἐπίηρα]] φέρεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 375· δέχθαι Ἀνθ. Π. 13. 22:- [[ἐπίηρα]] ὡς ἐπίρρ., [[χάριν]], πρὸς [[χάριν]], τινός, Νόνν. μεταφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, στ. 46. ΙΙ. ἑνικὸς [[ἐπίηρος]], [[εὐχάριστος]], [[εὔχαρις]] ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Ἐμπεδ. 211· τὸ οὐδέτ. ἐν τῇ Μικρᾷ Ἰλιάδι Λέσχεω Μυτιληναίου (Ἀποσπ. Ὁμ. 56)· ἐπίηρον ἀμειβόμενοι [[γέρας]] ἀνδρί·- συγκρ. ἐπιηρέστερος ἐν Ἐπιχ. παρ’ Εὐστ. 1441, 15.- Πρβλ. ἦρα, [[ἐπιήρανος]]. (Ὁ Βουττμ. ἐν Λεξιλόγῳ ἐν λ. ἦρα 8, ἀπορρίπτει τὴν λέξιν παρ’ Ὁμ., ἀναγιγνώσκων ἐπὶ ἦρα φέρειν, ὃ ἐ. ἦρα ἐπιφέρειν, ἴδε ἐν λέξει ἦρα· ἀλλὰ τὸ [[ἐπίηρα]] (πρβλ. τὸ σύνθετον [[ἐπιήρανος]]) πρέπει πιθανῶς να τηρηθῇ παρὰ τοῖς μεταγενετέροις).
|lstext='''ἐπίηρα''': φέρειν = ἦρα φέρειν ἢ ἦρα ἐπιφέρειν, [[φέρω]] εἴς τινα ἀρεστά, εὐπρόσδεκτα δῶρα· [[πράττω]] τι χαριζόμενός τινι, χαρίζεσθαι [[ἐπίηρα]] φέροντα Σοφ. Ο. Τ. 1095, πρβλ. Ριαν. παρὰ Στοβ. τίτλ. 4. 34· [[ἐπίηρα]] φέρεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 375· δέχθαι Ἀνθ. Π. 13. 22:- [[ἐπίηρα]] ὡς ἐπίρρ., [[χάριν]], πρὸς [[χάριν]], τινός, Νόνν. μεταφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, στ. 46. ΙΙ. ἑνικὸς [[ἐπίηρος]], [[εὐχάριστος]], [[εὔχαρις]] ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Ἐμπεδ. 211· τὸ οὐδέτ. ἐν τῇ Μικρᾷ Ἰλιάδι Λέσχεω Μυτιληναίου (Ἀποσπ. Ὁμ. 56)· ἐπίηρον ἀμειβόμενοι [[γέρας]] ἀνδρί·- συγκρ. ἐπιηρέστερος ἐν Ἐπιχ. παρ’ Εὐστ. 1441, 15.- Πρβλ. ἦρα, [[ἐπιήρανος]]. (Ὁ Βουττμ. ἐν Λεξιλόγῳ ἐν λ. ἦρα 8, ἀπορρίπτει τὴν λέξιν παρ’ Ὁμ., ἀναγιγνώσκων ἐπὶ ἦρα φέρειν, ὃ ἐ. ἦρα ἐπιφέρειν, ἴδε ἐν λέξει ἦρα· ἀλλὰ τὸ [[ἐπίηρα]] (πρβλ. τὸ σύνθετον [[ἐπιήρανος]]) πρέπει πιθανῶς να τηρηθῇ παρὰ τοῖς μεταγενετέροις).
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[ἦρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίηρα]] φέρειν (Α)<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] σε κάποιον αρεστά, ευπρόσδεκτα δώρα<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) <i>έπίηρα</i><br />για [[χάρη]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ήρα</i> «[[ευχαρίστηση]], [[χαρά]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίηρα:''' τά ([[ἦρα]]), αποδεκτά, ευπρόσδεκτα δώρα, σε Σοφ., Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπί-ηρα, τά, [ἦρα]<br />[[acceptable]] gifts, Soph., Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίηρα Medium diacritics: ἐπίηρα Low diacritics: επίηρα Capitals: ΕΠΙΗΡΑ
Transliteration A: epíēra Transliteration B: epiēra Transliteration C: epiira Beta Code: e)pi/hra

English (LSJ)

φέρειν,
A = ἦρα φέρειν or ἦρα ἐπιφέρειν, bring one acceptable gifts, render service, ἐπίηρα φέροντα S.OT1094 (lyr.), cf. Rhian.1.21; ἐπίηρα φέρεσθαι A.R.4.375; δέχθαι AP13.22 (Phaedim.); ἐπίηρα, as adverb, = χάριν, for the sake of, Antim.87; ὃς κακὰ πόλλ' ὑπέμεινε μιῆς ἐ. θυγατρός PHamb.22.2(iv A.D.).
II. sg. ἐπίηρος pleasant, grate ful, χθών Emp.96.1; γέρας Simm.6.3: Comp. ἐπιηρέστερος Epich. 186. Cf. ἦρα, ἐπιήρανος.

German (Pape)

[Seite 941] φέρειν τινί, oder ἐπιῆρα φέρειν τινί, oder ἐπὶ ἦρα φέρειν τινί, Iliad. 1, 572. 578, Jemandem gefällig sein, χαρίζεσθαί τινι; s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 111 Buttmann Lexik. 2. Aufl. Bd. 1 S. 149 ff; Apoll. Lex. Homer. ed. Bekk. p. 73, 11; Scholl. Iliad. 1, 572. – Soph. O. R. 1094; – = χαρίζομαι auch Rhian. 1 (Stob. fl. 4, 34 E.); ἐπίηρα φέρεσθαι, Lohn davontragen, Ap. Rh. 4, 375, wie ἐπίηρα δέχθαι, Phaedim. 1 (XIII, 22). – Vgl. ἦρα und ἐπίηρος.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
v. ἐπίηρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίηρα: τά pl. n к ἐπίηρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίηρα: φέρειν = ἦρα φέρειν ἢ ἦρα ἐπιφέρειν, φέρω εἴς τινα ἀρεστά, εὐπρόσδεκτα δῶρα· πράττω τι χαριζόμενός τινι, χαρίζεσθαι ἐπίηρα φέροντα Σοφ. Ο. Τ. 1095, πρβλ. Ριαν. παρὰ Στοβ. τίτλ. 4. 34· ἐπίηρα φέρεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 375· δέχθαι Ἀνθ. Π. 13. 22:- ἐπίηρα ὡς ἐπίρρ., χάριν, πρὸς χάριν, τινός, Νόνν. μεταφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, στ. 46. ΙΙ. ἑνικὸς ἐπίηρος, εὐχάριστος, εὔχαρις ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Ἐμπεδ. 211· τὸ οὐδέτ. ἐν τῇ Μικρᾷ Ἰλιάδι Λέσχεω Μυτιληναίου (Ἀποσπ. Ὁμ. 56)· ἐπίηρον ἀμειβόμενοι γέρας ἀνδρί·- συγκρ. ἐπιηρέστερος ἐν Ἐπιχ. παρ’ Εὐστ. 1441, 15.- Πρβλ. ἦρα, ἐπιήρανος. (Ὁ Βουττμ. ἐν Λεξιλόγῳ ἐν λ. ἦρα 8, ἀπορρίπτει τὴν λέξιν παρ’ Ὁμ., ἀναγιγνώσκων ἐπὶ ἦρα φέρειν, ὃ ἐ. ἦρα ἐπιφέρειν, ἴδε ἐν λέξει ἦρα· ἀλλὰ τὸ ἐπίηρα (πρβλ. τὸ σύνθετον ἐπιήρανος) πρέπει πιθανῶς να τηρηθῇ παρὰ τοῖς μεταγενετέροις).

English (Autenrieth)

see ἦρα.

Greek Monolingual

ἐπίηρα φέρειν (Α)
1. φέρνω σε κάποιον αρεστά, ευπρόσδεκτα δώρα
2. (ως επίρρ.) έπίηρα
για χάρη κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήρα «ευχαρίστηση, χαρά»].

Greek Monotonic

ἐπίηρα: τά (ἦρα), αποδεκτά, ευπρόσδεκτα δώρα, σε Σοφ., Ανθ.

Middle Liddell

ἐπί-ηρα, τά, [ἦρα]
acceptable gifts, Soph., Anth.