ὑψίπους: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsipous
|Transliteration C=ypsipous
|Beta Code=u(yi/pous
|Beta Code=u(yi/pous
|Definition=ὁ, ἡ, gen. ποδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[high-footed]], i.e. [[high-reared]], [[lofty]], νόμοι <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>866</span> (lyr.).</span>
|Definition=ὁ, ἡ, gen. ποδος, [[high-footed]], i.e. [[high-reared]], [[lofty]], νόμοι [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''866 (lyr.).
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />aux pieds élevés ; élevé ; sublime.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πούς]].
}}
{{pape
|ptext=πουν, gen. ποδος, <i>[[hochfüßig]], [[hochgehend]]</i>, νόμοι πρόκεινται ὑψίποδες [[οὐρανίαν]] δι' αἰθέρα τεκνωθέντες Soph. <i>O.R</i>. 866.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίπους:''' 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψίπους''': ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, [[ὑψηλός]], Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, [[ὑψοῦ]] πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.
|lstext='''ὑψίπους''': ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, [[ὑψηλός]], Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, [[ὑψοῦ]] πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />aux pieds élevés ; élevé ; sublime.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πούς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ψηλά]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για νόμο) αυτός που [[είναι]] [[ανώτερος]] από την ανθρώπινη [[αυθαιρεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρτί</i>-[[πους]])].
|mltxt=-ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ψηλά]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για νόμο) αυτός που [[είναι]] [[ανώτερος]] από την ανθρώπινη [[αυθαιρεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> ([[πρβλ]]. [[ἀρτίπους]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που πατάει [[ψηλά]], δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑψίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που πατάει [[ψηλά]], δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίπους:''' 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-πους,<br />[[high]]-footed, i. e. [[high]]-reared, [[lofty]], Soph.
|mdlsjtxt=ὑψί-πους,<br />[[high]]-footed, i. e. [[high]]-reared, [[lofty]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπους Medium diacritics: ὑψίπους Low diacritics: υψίπους Capitals: ΥΨΙΠΟΥΣ
Transliteration A: hypsípous Transliteration B: hypsipous Transliteration C: ypsipous Beta Code: u(yi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, high-footed, i.e. high-reared, lofty, νόμοι S.OT866 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds élevés ; élevé ; sublime.
Étymologie: ὕψι, πούς.

German (Pape)

πουν, gen. ποδος, hochfüßig, hochgehend, νόμοι πρόκεινται ὑψίποδες οὐρανίαν δι' αἰθέρα τεκνωθέντες Soph. O.R. 866.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπους: 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπους: ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, ὑψηλός, Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, ὑψοῦ πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.

Greek Monolingual

-ουν, Α
1. αυτός που έχει ψηλά πόδια
2. μτφ. (για νόμο) αυτός που είναι ανώτερος από την ανθρώπινη αυθαιρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πούς, ποδός (πρβλ. ἀρτίπους)].

Greek Monotonic

ὑψίπους: ὁ, ἡ, αυτός που πατάει ψηλά, δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑψί-πους,
high-footed, i. e. high-reared, lofty, Soph.