σημειωτέος: Difference between revisions
From LSJ
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=simeioteos | |Transliteration C=simeioteos | ||
|Beta Code=shmeiwte/os | |Beta Code=shmeiwte/os | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be noted]] as an exception, A.D.''Pron.''54.14, etc.<br><span class="bld">2</span> [[σημειωτέον]], [[one must note]], Sor.2.8, Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''417, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[σημειωτέος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που [[πρέπει]] να σημειωθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος («σημειωτέα [[βελτίωση]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον λόγιο τ.) <i>σημειωτέον</i> [[πρέπει]] να σημειωθεί, να ληφθεί υπ' όψιν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σημειῶ</i>, -<i>ώνω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[τέος]] τών ρηματ. επιθ. ( | |mltxt=-α, -ο / [[σημειωτέος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που [[πρέπει]] να σημειωθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος («σημειωτέα [[βελτίωση]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον λόγιο τ.) <i>σημειωτέον</i> [[πρέπει]] να σημειωθεί, να ληφθεί υπ' όψιν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σημειῶ</i>, -<i>ώνω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[τέος]] τών ρηματ. επιθ. ([[πρβλ]]. [[διαιρετέος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:59, 21 September 2023
English (LSJ)
α, ον,
A to be noted as an exception, A.D.Pron.54.14, etc.
2 σημειωτέον, one must note, Sor.2.8, Sch.Ar.Av.417, etc.
German (Pape)
[Seite 875] zu bezeichnen, zu bemerken.
Greek (Liddell-Scott)
σημειωτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ σημειώσῃ τις ὡς ἐξαίρεσιν, Λογγίν. Ἀποσπ. 3. 5, κτλ. 2) σημειωτέον, πρέπει τις νὰ σημειώσῃ, Γραμμ.
Greek Monolingual
-α, -ο / σημειωτέος, -α, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πρέπει να σημειωθεί
νεοελλ.
1. συνεκδ. αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος («σημειωτέα βελτίωση»)
2. (το ουδ. στον λόγιο τ.) σημειωτέον πρέπει να σημειωθεί, να ληφθεί υπ' όψιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημειῶ, -ώνω + κατάλ. -τέος τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. διαιρετέος)].