πάφλασμα: Difference between revisions
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
(3b) |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paflasma | |Transliteration C=paflasma | ||
|Beta Code=pa/flasma | |Beta Code=pa/flasma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[boiling]]: metaph., in plural, [[blusterings]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1243. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] τό, das Schäumen u. übertr. nach B. A. 60, ψευδεῖς καὶ ἀλαζόνες λόγοι καὶ ἀναζέοντες | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] τό, das Schäumen u. übertr. nach B. A. 60, ψευδεῖς καὶ ἀλαζόνες λόγοι καὶ ἀναζέοντες ὥσπερ ἐκ [[πυρός]], leere Prahlereien, wie es Ar. Av. 1243 braucht. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ατος (τό) :<br />bruit de l'eau qui bouillonne ; <i>fig.</i> τὰ παφλάσματα paroles ronflantes, bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[παφλάζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πάφλασμα -ατος, τό [παφλάζω] overdr. gebral. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''πάφλασμα:''' ατος τό досл. клокотание, перен. болтовня: παῦε τῶν παφλασμάτων! Arph. довольно пустой болтовни! | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πάφλασμα:''' -ατος, τό, [[αναβρασμός]], [[παφλασμός]], λέγεται για τη [[θάλασσα]]· μεταφ. <i>παφλάσματα</i>, λυσσομανιάσματα, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πάφλασμα:''' -ατος, τό, [[αναβρασμός]], [[παφλασμός]], λέγεται για τη [[θάλασσα]]· μεταφ. <i>παφλάσματα</i>, λυσσομανιάσματα, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πάφλασμα''': τό, τὸ ἀνάβρασμα ἐπὶ τῆς θαλάσσης· ― μεταφορ., παφλάσματα, θορυβώδη φυσήματα, κομπασμοί, φλυαρίαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1243· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει «[[φλασμός]]· [[τῦφος]]». | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πάφλασμα]], ατος, τό, [from [[παφλάζω]]<br />a [[boiling]], of the sea:—metaph., παφλάσματα blusterings, Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:08, 21 September 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, boiling: metaph., in plural, blusterings, Ar.Av.1243.
German (Pape)
[Seite 539] τό, das Schäumen u. übertr. nach B. A. 60, ψευδεῖς καὶ ἀλαζόνες λόγοι καὶ ἀναζέοντες ὥσπερ ἐκ πυρός, leere Prahlereien, wie es Ar. Av. 1243 braucht.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bruit de l'eau qui bouillonne ; fig. τὰ παφλάσματα paroles ronflantes, bavardage.
Étymologie: παφλάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάφλασμα -ατος, τό [παφλάζω] overdr. gebral.
Russian (Dvoretsky)
πάφλασμα: ατος τό досл. клокотание, перен. болтовня: παῦε τῶν παφλασμάτων! Arph. довольно пустой болтовни!
Greek Monolingual
το, ΝΑ παφλάζω
ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμός
νεοελλ.
1. ο θόρυβος του νερού που τρέχει ορμητικά
2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμός
αρχ.
στον πληθ. τὰ παφλάσματα
οι κομπασμοί, τα σαλιαρίσματα, οι μπούρδες, οι. μπουρμπουλήθρες.
Greek Monotonic
πάφλασμα: -ατος, τό, αναβρασμός, παφλασμός, λέγεται για τη θάλασσα· μεταφ. παφλάσματα, λυσσομανιάσματα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πάφλασμα: τό, τὸ ἀνάβρασμα ἐπὶ τῆς θαλάσσης· ― μεταφορ., παφλάσματα, θορυβώδη φυσήματα, κομπασμοί, φλυαρίαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1243· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει «φλασμός· τῦφος».
Middle Liddell
πάφλασμα, ατος, τό, [from παφλάζω
a boiling, of the sea:—metaph., παφλάσματα blusterings, Ar.