στρωματόδεσμον: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(1b) |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stromatodesmon | |Transliteration C=stromatodesmon | ||
|Beta Code=strwmato/desmon | |Beta Code=strwmato/desmon | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, a [[leather]] or [[linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes]] ([[στρώματα]]), Ar.''Fr.''253, Pherecr.185, X.''An.''5.4.13, Aeschin.2.99; σ. συσκευάσασθαι [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''175e; δῆσαι Arist. ''Mu.''398a8: also [[στρωματόδεσμος]], ὁ, Amips.38, Plu.''Caes.''49, cf. Phryn. 379. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] τό, = Folgdm, Aesch. 2, 99; vgl. B. A. 113. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] τό, = Folgdm, Aesch. 2, 99; vgl. B. A. 113. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><i>c.</i> [[στρωματόδεσμος]]. | |btext=ου (τό) :<br /><i>c.</i> [[στρωματόδεσμος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στρωματόδεσμον -ου, τό [[[στρῶμα]], [[δέω]]] beddenzak (om het beddengoed in te doen). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρωμᾰτόδεσμον:''' τό [[мешок для постельных принадлежностей]] Arph., Xen., Plat., Aeschin. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''στρωμᾰτόδεσμον:''' τό, [[δερμάτινος]] ή [[λινός]] [[σάκκος]], μέσα στον οποίο οι δούλοι έπρεπε να τυλίξουν τα κλινοσκεπάσματα (<i>στρώματα</i>), σε Ξεν., Αισχίν. | |lsmtext='''στρωμᾰτόδεσμον:''' τό, [[δερμάτινος]] ή [[λινός]] [[σάκκος]], μέσα στον οποίο οι δούλοι έπρεπε να τυλίξουν τα κλινοσκεπάσματα (<i>στρώματα</i>), σε Ξεν., Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στρωμᾰτόδεσμον''': τό, [[δερμάτινος]] ἢ [[λινοῦς]] [[σάκκος]] ἐν ᾧ οἱ δοῦλοι ἐτύλισσον καὶ ἔδενον τὰ στρώματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 249, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 13, Αἰσχίν. 41. 10· στρ. συσκευάζεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 1 75Ε· δῆσαι Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 8· ἱμάντι συνδῆσαι Πλουτ. Καῖσ. 49. - Ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ [[εἶναι]] ἀρσ., πρβλ. Α. Β. 113, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=στρωμᾰτό-δεσμον, ου, τό,<br />a [[ | |mdlsjtxt=στρωμᾰτό-δεσμον, ου, τό,<br />a [[leather]] or [[linen]] [[sack]] in [[which]] slaves had to tie up the bedclothes (στρώματἀ, Xen., Aeschin. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 05:30, 26 September 2023
English (LSJ)
τό, a leather or linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes (στρώματα), Ar.Fr.253, Pherecr.185, X.An.5.4.13, Aeschin.2.99; σ. συσκευάσασθαι Pl.Tht.175e; δῆσαι Arist. Mu.398a8: also στρωματόδεσμος, ὁ, Amips.38, Plu.Caes.49, cf. Phryn. 379.
German (Pape)
[Seite 957] τό, = Folgdm, Aesch. 2, 99; vgl. B. A. 113.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. στρωματόδεσμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρωματόδεσμον -ου, τό [στρῶμα, δέω] beddenzak (om het beddengoed in te doen).
Russian (Dvoretsky)
στρωμᾰτόδεσμον: τό мешок для постельных принадлежностей Arph., Xen., Plat., Aeschin.
Greek Monolingual
τὸ, Α
δερμάτινος ή λινός σάκος στον οποίο οι δούλοι τύλιγαν και έδεναν τα στρώματα, οτρωματόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. στρῶμα, -ώματος + δεσμός.
Greek Monotonic
στρωμᾰτόδεσμον: τό, δερμάτινος ή λινός σάκκος, μέσα στον οποίο οι δούλοι έπρεπε να τυλίξουν τα κλινοσκεπάσματα (στρώματα), σε Ξεν., Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
στρωμᾰτόδεσμον: τό, δερμάτινος ἢ λινοῦς σάκκος ἐν ᾧ οἱ δοῦλοι ἐτύλισσον καὶ ἔδενον τὰ στρώματα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 249, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 13, Αἰσχίν. 41. 10· στρ. συσκευάζεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 1 75Ε· δῆσαι Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 8· ἱμάντι συνδῆσαι Πλουτ. Καῖσ. 49. - Ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ εἶναι ἀρσ., πρβλ. Α. Β. 113, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401.
Middle Liddell
στρωμᾰτό-δεσμον, ου, τό,
a leather or linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes (στρώματἀ, Xen., Aeschin.