εὐγένειος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(6_6)
m (Text replacement - " Euthyphr." to " ''Euthyphr.''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evgeneios
|Transliteration C=evgeneios
|Beta Code=eu)ge/neios
|Beta Code=eu)ge/neios
|Definition=Ep. ἠϋγέν-, ον, (γένειον) of a lion, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well-maned</b>, λέων . . ἠϋγένειος <span class="bibl">Od.4.456</span>; λίς <span class="bibl">Il.15.275</span>; of Pan, <b class="b2">well-bearded</b>, h.Hom.19.39; of men, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthphr.</span>2b</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Icar.</span>10</span>.</span>
|Definition=Ep. [[ἠϋγένειος]], ον, ([[γένειον]]) of a lion, [[well-maned]], λέων… ἠϋγένειος Od.4.456; λίς Il.15.275; of Pan, [[well-bearded]], h.Hom.19.39; of men, Pl.''Euthphr.''2b, Luc.''Icar.''10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1059.png Seite 1059]] mit starkem Barte, Plat. Euthyphr. 2 b; Luc. Iup. Trag. 26. S. ήϋγ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1059.png Seite 1059]] mit starkem Barte, Plat. ''Euthyphr.'' 2 b; Luc. Iup. Trag. 26. S. ήϋγ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[à la barbe touffue]], [[barbu]];<br /><b>2</b> [[à la belle crinière]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[γένειον]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐγένειος:''' эп. [[ἠϋγένειος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[пышногривый]] ([[λῖς]], [[λέων]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[густобородый]] ([[ἄνδρες]] Luc.): οὐ [[πάνυ]] εὐ. Plat. с не очень густой бородой;<br /><b class="num">3</b> [[густо обросший]], [[лохматый]] ([[ὄψις]], ''[[sc.]]'' [[Πανός]] HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐγένειος''': Ἐπικ. ἠϋγένειος, ον, ([[γένειον]]) ἐπὶ λέοντος, ὁ ἔχων καλὸν [[γένειον]] ἢ ὡραίαν χαίτην, [[λέων]]... ἠϋγένειος Ὀδ. Δ. 456· λὶς Ἰλ. Ο. 275, Ρ. 109, κλ.· ἐπὶ τοῦ Πανός, ἔχων καλὸν [[γένειον]], Ὁμ. Ὕμν. 18. 39· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πλάτ. Εὐθύφρων 2Β, Λουκ. Ἰκαρ. 20.
|lstext='''εὐγένειος''': Ἐπικ. ἠϋγένειος, ον, ([[γένειον]]) ἐπὶ λέοντος, ὁ ἔχων καλὸν [[γένειον]] ἢ ὡραίαν χαίτην, [[λέων]]... ἠϋγένειος Ὀδ. Δ. 456· λὶς Ἰλ. Ο. 275, Ρ. 109, κλ.· ἐπὶ τοῦ Πανός, ἔχων καλὸν [[γένειον]], Ὁμ. Ὕμν. 18. 39· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πλάτ. Εὐθύφρων 2Β, Λουκ. Ἰκαρ. 20.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐγένειος]], -ον και επικ. τ. ἠϋγένειος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[λιοντάρι]]) αυτός που έχει ωραία [[χαίτη]] («[[λέων]]... ἠϋγένειος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνδρες και για τον θεό Πάνα) αυτός που έχει ωραία γένια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[γένειον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐγένειος:''' Επικ. ἠϋγεν-, -ον ([[γένειον]]), λέγεται για [[λιοντάρι]], αυτό που έχει ωραία [[χαίτη]], σε Όμηρ.· λέγεται για άνδρες, αυτός που έχει ωραία γένια, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γένειον]]<br />of a [[lion]], well-maned, Hom.; of men, well-[[bearded]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 06:44, 27 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγένειος Medium diacritics: εὐγένειος Low diacritics: ευγένειος Capitals: ΕΥΓΕΝΕΙΟΣ
Transliteration A: eugéneios Transliteration B: eugeneios Transliteration C: evgeneios Beta Code: eu)ge/neios

English (LSJ)

Ep. ἠϋγένειος, ον, (γένειον) of a lion, well-maned, λέων… ἠϋγένειος Od.4.456; λίς Il.15.275; of Pan, well-bearded, h.Hom.19.39; of men, Pl.Euthphr.2b, Luc.Icar.10.

German (Pape)

[Seite 1059] mit starkem Barte, Plat. Euthyphr. 2 b; Luc. Iup. Trag. 26. S. ήϋγ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la barbe touffue, barbu;
2 à la belle crinière.
Étymologie: εὖ, γένειον.

Russian (Dvoretsky)

εὐγένειος: эп. ἠϋγένειος 2
1 пышногривый (λῖς, λέων Hom.);
2 густобородый (ἄνδρες Luc.): οὐ πάνυ εὐ. Plat. с не очень густой бородой;
3 густо обросший, лохматый (ὄψις, sc. Πανός HH).

Greek (Liddell-Scott)

εὐγένειος: Ἐπικ. ἠϋγένειος, ον, (γένειον) ἐπὶ λέοντος, ὁ ἔχων καλὸν γένειον ἢ ὡραίαν χαίτην, λέων... ἠϋγένειος Ὀδ. Δ. 456· λὶς Ἰλ. Ο. 275, Ρ. 109, κλ.· ἐπὶ τοῦ Πανός, ἔχων καλὸν γένειον, Ὁμ. Ὕμν. 18. 39· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πλάτ. Εὐθύφρων 2Β, Λουκ. Ἰκαρ. 20.

Greek Monolingual

εὐγένειος, -ον και επικ. τ. ἠϋγένειος, -ον (Α)
1. (για λιοντάρι) αυτός που έχει ωραία χαίτηλέων... ἠϋγένειος», Ομ. Οδ.)
2. (για άνδρες και για τον θεό Πάνα) αυτός που έχει ωραία γένια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γένειον.

Greek Monotonic

εὐγένειος: Επικ. ἠϋγεν-, -ον (γένειον), λέγεται για λιοντάρι, αυτό που έχει ωραία χαίτη, σε Όμηρ.· λέγεται για άνδρες, αυτός που έχει ωραία γένια, σε Πλάτ.

Middle Liddell

γένειον
of a lion, well-maned, Hom.; of men, well-bearded, Plat.