oscuridad: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀβλεψία]], [[ἀγνωσία]], [[ἀδηλία]], [[ἀδηλότης]], [[ἀδοξία]], [[ | |sltx=[[ἀβλεψία]], [[ἀγνωσία]], [[ἀδηλία]], [[ἀδηλότης]], [[ἀδοξία]], [[αἴνιγμα]], [[ἀκλεΐα]], [[ἀκλεΐη]], [[ἀμαυρότης]], [[ἀμολγός]], [[ἀμυδρά]], [[ἀορασία]], [[ἀσάφεια]], [[ἀφέγγεια]], [[ἀχλύς]], [[γνόφος]], [[γριφότης]], [[γρίφωσις]], [[δνόφος]], [[ἔρεβος]], [[Ἔρεβος]], [[ζόφος]], [[κνέφας]], [[ὄρφνη]], [[σκοτασμός]], [[σκοτεινόν]], [[σκοτεινότης]], [[σκοτία]], [[σκότος]], [[σκοτωδία]], [[τὸ ἀειδές]], [[τὸ ἀφανές]], [[ψέφας]], [[ψέφος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:58, 27 October 2023
Spanish > Greek
ἀβλεψία, ἀγνωσία, ἀδηλία, ἀδηλότης, ἀδοξία, αἴνιγμα, ἀκλεΐα, ἀκλεΐη, ἀμαυρότης, ἀμολγός, ἀμυδρά, ἀορασία, ἀσάφεια, ἀφέγγεια, ἀχλύς, γνόφος, γριφότης, γρίφωσις, δνόφος, ἔρεβος, Ἔρεβος, ζόφος, κνέφας, ὄρφνη, σκοτασμός, σκοτεινόν, σκοτεινότης, σκοτία, σκότος, σκοτωδία, τὸ ἀειδές, τὸ ἀφανές, ψέφας, ψέφος