ἐλευθεροστομία: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "müthig" to "mütig") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0796.png Seite 796]] ἡ, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0796.png Seite 796]] ἡ, Freimütigkeit; Dion. Hal. 6, 72; K. S. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 05:40, 14 November 2023
English (LSJ)
ἡ, freedom of speech, D.H.6.72.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
libertad de palabra, franqueza al hablar ἡγεμόνι τῆς ἐλευθεροστομίας ἐμοὶ χρώμενοι D.H.6.72, cf. Sch.S.El.1257P., πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας Socr.Sch.HE 6.3.14, κέχρηται πολλάκις τῇ παρρησίᾳ καὶ τῇ ἐλευθεροστομίᾳ Chrys.M.54.539.
German (Pape)
[Seite 796] ἡ, Freimütigkeit; Dion. Hal. 6, 72; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθεροστομία: ἡ, τὸ ἐλευθέρως ὁμιλεῖν, παρρησία, Διον. Ἁλ. 6. 72.
Greek Monolingual
η (AM ἐλευθεροστομία)
το να μιλάει κανείς ελεύθερα, με θάρρος και παρρησία
νεοελλ.
η χρησιμοποίηση λέξεων και εκφράσεων που θεωρούνται άσεμνες από την πλειοψηφία τών ανθρώπων.