ὑπέροπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
m (Text replacement - "müthig" to "mütig")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1199.png Seite 1199]] übersehen, verachtet, Sp.; – akt., übersehend, vernachlässigend, dah. hochmüthig, Soph. εἰ δέ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται, O. R. 833.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1199.png Seite 1199]] übersehen, verachtet, Sp.; – akt., übersehend, vernachlässigend, dah. hochmütig, Soph. εἰ δέ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται, O. R. 833.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 05:40, 14 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέροπτος Medium diacritics: ὑπέροπτος Low diacritics: υπέροπτος Capitals: ΥΠΕΡΟΠΤΟΣ
Transliteration A: hypéroptos Transliteration B: hyperoptos Transliteration C: yperoptos Beta Code: u(pe/roptos

English (LSJ)

(A), ον,
A disdainful, ὀφρύς AP12.186 (Strat.); gloss on ὑπέροφρυς, Hsch.: neuter plural as adverb, S.OT883 (lyr.). Regul. Adv. ὑπερόπτως Poll.9.147.
II great, excessive, Hsch., cf. Phot., Suid.

(B), ον, (ὀπτάὠ, over-heated, Gal.19.426.

German (Pape)

[Seite 1199] übersehen, verachtet, Sp.; – akt., übersehend, vernachlässigend, dah. hochmütig, Soph. εἰ δέ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται, O. R. 833.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
méprisant, fier, dédaigneux.
Étymologie: ὑπερόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέροπτος: презрительный, надменный (ὀφρύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέροπτος: -ον, (ὑπερόψομαι) ὁ ὑπεροφθείς, περιφρονηθείς, καταφρονηθείς, τοῦτο ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὑπέροπτον· μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ τὰ ὅμοια», ἴσως γραπτέον: ὑπέροπλον. ΙΙ. ὑπεροπτικός, καταφρονητικός, ὀφρὺς Ἀνθ. Π. 12. 186· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Ο. Τ. 883. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Θ΄, 147.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
1. αυτός που περιφρονήθηκε
2. αυτός που περιφρονεί τους άλλους, υπεροπτικός
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὑπέροπτον και ὑπέροπτα
με υπεροπτικό τρόπο
4. (το ουδ. ως επίρρ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέροπτον
μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ τὰ ὅμοια».
επίρρ...
ὑπερόπτως Α
με υπεροπτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὁπτός (Ι) «ορατός»].
(II)
-ον, Α
αυτός που ψήθηκε περισσότερο από το κανονικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὁπτός (ΙΙ) «ψητός»].

Greek Monotonic

ὑπέροπτος: -ον (ὑπερόψομαι), υπεροπτικός, καταφρονητικός, σε Ανθ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑπέροπτος, ον, ὑπερόψομαι
disdainful, Anth.; neut. pl. as adv., Soph.