εὔοπλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyoplos
|Transliteration C=eyoplos
|Beta Code=eu)/oplos
|Beta Code=eu)/oplos
|Definition=ον, (ὅπλον) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[well-armed]], [[well-equipped]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>592</span>; <b class="b3">λόχος, πόλις</b>, <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>4.2.5</span> (Sup.), <span class="bibl"><span class="title">Hier.</span>11.3</span>; τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα -ότερα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>538b4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (ὁπλή) [[with good hoofs]], <span class="bibl">Poll.1.194</span>.</span>
|Definition=εὔοπλον, ([[ὅπλον]])<br><span class="bld">A</span> [[well-armed]], [[well-equipped]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''592; [[λόχος]], [[πόλις]], X. ''HG''4.2.5 (Sup.), ''Hier.''11.3; τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα -ότερα [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''538b4.<br><span class="bld">II</span> ([[ὁπλή]]) [[with good hoofs]], Poll.1.194.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1085.png Seite 1085]] 1) mit guten Hufen, Poll. 1, 194. – 2) mit guten Waffen, gutbewaffnet; im obscönen Sinne Ar. Ach. 592; [[λόχος]] Xen. Hell. 4, 2, 5; [[πόλις]] Hier. 11, 3; εὐοπλότερα καὶ ἰσχυρότερα ζῷα Arist. H. A. 4, 11; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1085.png Seite 1085]] 1) mit guten Hufen, Poll. 1, 194. – 2) mit guten Waffen, gutbewaffnet; im obscönen Sinne Ar. Ach. 592; [[λόχος]] Xen. Hell. 4, 2, 5; [[πόλις]] Hier. 11, 3; εὐοπλότερα καὶ ἰσχυρότερα ζῷα Arist. H. A. 4, 11; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien armé;<br /><i>Cp.</i> εὐοπλότερος, <i>Sp.</i> εὐοπλότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὅπλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔοπλος:''' [[хорошо вооруженный]], [[оснащенный боевыми средствами]] ([[λόχος]], [[πόλις]] Xen.) или средствами нападения или защиты (εὐοπλότερα τὰ ἄρρενα τῶν θηλέων Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔοπλος''': -ον, [[καλῶς]] ὡπλισμένος, [[καλῶς]] παρεσκευασμένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 592· [[λόχος]], [[πόλις]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 5, Ἱέρ. 11, 3· τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 11. ΙΙ. (ὁπλὴ) ἔχων καλὰς ὁπλάς. Πολυδ. Α΄, 194.
|lstext='''εὔοπλος''': -ον, [[καλῶς]] ὡπλισμένος, [[καλῶς]] παρεσκευασμένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 592· [[λόχος]], [[πόλις]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 5, Ἱέρ. 11, 3· τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 11. ΙΙ. (ὁπλὴ) ἔχων καλὰς ὁπλάς. Πολυδ. Α΄, 194.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien armé;<br /><i>Cp.</i> εὐοπλότερος, <i>Sp.</i> εὐοπλότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὅπλον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος [[λόχος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη [[φύση]] με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει ισχυρό [[αιδοίο]] («[[εὔοπλος]] γὰρ εἶ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπλον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>οπλος</i>, <i>έν</i>-<i>οπλος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλές και ισχυρές οπλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οπλή]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος [[λόχος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη [[φύση]] με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει ισχυρό [[αιδοίο]] («[[εὔοπλος]] γὰρ εἶ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπλον</i>), [[πρβλ]]. [[άοπλος]], [[ένοπλος]]].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλές και ισχυρές οπλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οπλή]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔοπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]), [[πάνοπλος]], [[καλά]] εξοπλισμένος, σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''εὔοπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]), [[πάνοπλος]], [[καλά]] εξοπλισμένος, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔοπλος:''' хорошо вооруженный, оснащенный боевыми средствами ([[λόχος]], [[πόλις]] Xen.) или средствами нападения или защиты (εὐοπλότερα τὰ ἄρρενα τῶν θηλέων Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 21:54, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔοπλος Medium diacritics: εὔοπλος Low diacritics: εύοπλος Capitals: ΕΥΟΠΛΟΣ
Transliteration A: eúoplos Transliteration B: euoplos Transliteration C: eyoplos Beta Code: eu)/oplos

English (LSJ)

εὔοπλον, (ὅπλον)
A well-armed, well-equipped, Ar.Ach.592; λόχος, πόλις, X. HG4.2.5 (Sup.), Hier.11.3; τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα -ότερα Arist.HA538b4.
II (ὁπλή) with good hoofs, Poll.1.194.

German (Pape)

[Seite 1085] 1) mit guten Hufen, Poll. 1, 194. – 2) mit guten Waffen, gutbewaffnet; im obscönen Sinne Ar. Ach. 592; λόχος Xen. Hell. 4, 2, 5; πόλις Hier. 11, 3; εὐοπλότερα καὶ ἰσχυρότερα ζῷα Arist. H. A. 4, 11; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien armé;
Cp. εὐοπλότερος, Sp. εὐοπλότατος.
Étymologie: εὖ, ὅπλον.

Russian (Dvoretsky)

εὔοπλος: хорошо вооруженный, оснащенный боевыми средствами (λόχος, πόλις Xen.) или средствами нападения или защиты (εὐοπλότερα τὰ ἄρρενα τῶν θηλέων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔοπλος: -ον, καλῶς ὡπλισμένος, καλῶς παρεσκευασμένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 592· λόχος, πόλις Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 5, Ἱέρ. 11, 3· τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 11. ΙΙ. (ὁπλὴ) ἔχων καλὰς ὁπλάς. Πολυδ. Α΄, 194.

Greek Monolingual

(I)
εὔοπλος, -ον (Α)
1. ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος λόχος», Ξεν.)
2. (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη φύση με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», Αριστοτ.)
3. (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει ισχυρό αιδοίοεὔοπλος γὰρ εἶ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οπλος (< όπλον), πρβλ. άοπλος, ένοπλος].
(II)
εὔοπλος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές και ισχυρές οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οπλή].

Greek Monotonic

εὔοπλος: -ον (ὅπλον), πάνοπλος, καλά εξοπλισμένος, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

εὔ-οπλος, ον ὅπλον
well-armed, well-equipt, Ar., Xen.

English (Woodhouse)

well-armed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)