ῥωγμή: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rogmi | |Transliteration C=rogmi | ||
|Beta Code=r(wgmh/ | |Beta Code=r(wgmh/ | ||
|Definition=ἡ,= [[ῥωγή]], [[fracture]], | |Definition=ἡ, = [[ῥωγή]], [[fracture]], Hp.''VC''3; <b class="b3">ῥ. ξύλου</b> [[cleft]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 614b15, cf. 556a5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 22:25, 24 November 2023
English (LSJ)
ἡ, = ῥωγή, fracture, Hp.VC3; ῥ. ξύλου cleft, Arist.HA 614b15, cf. 556a5.
German (Pape)
[Seite 854] ἡ, = ῥωγμός, ξύλου, Arist. H. A. 9, 9; Plut. Symp. 4, 2, 1.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
déchirure, fente, crevasse.
Étymologie: ῥήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ῥωγμή: ἡ трещина, расщелина Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥωγμή: ἡ, = ῥωγή, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898· ῥ. ξύλου, χαραγματιά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 4, πρβλ. 5. 28, 4· ὡσαύτως ῥωγμός, ὁ, Βίωνος Ἀποσπ. 15.
Greek Monolingual
η / ῥωγμή, ΝΜΑ και ῥωχμή ΜΑ
επιμήκης επιφανειακή ή βαθιά σχισμή στερεού σώματος, διακοπή της συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, σκάσιμο, χάσμα (α. «μετά τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο έδαφος» β. «ῥωγμή ξύλου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ιατρ. φρ. «ρωγμή οστού»
ιατρ. γραμμοειδής διακοπή της συνέχειας οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. -μή (πρβλ. τιμή). Ο τ. ῥωχμή κατά το ῥωχμός].