Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνάμεστος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "τινός" to "τινός")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anamestos
|Transliteration C=anamestos
|Beta Code=a)na/mestos
|Beta Code=a)na/mestos
|Definition=ἀνάμεστον (fem. -τη Eup.16 codd.), [[filled full]], [[τινός]] of a thing, Ar.''Nu.''984, Eup. l. c., Philum. ap. Aët.5.125, Phld.''Piet.''74, Man.4.82, Eun.''VS'' p.454 B.; ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος D.25.32; βίος ἀ. ἰλύος Epict.''Gnom.''1.
|Definition=ἀνάμεστον (fem. -τη Eup.16 codd.), [[filled full]], τινός of a thing, Ar.''Nu.''984, Eup. l. c., Philum. ap. Aët.5.125, Phld.''Piet.''74, Man.4.82, Eun.''VS'' p.454 B.; ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος D.25.32; βίος ἀ. ἰλύος Epict.''Gnom.''1.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 15:38, 15 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάμεστος Medium diacritics: ἀνάμεστος Low diacritics: ανάμεστος Capitals: ΑΝΑΜΕΣΤΟΣ
Transliteration A: anámestos Transliteration B: anamestos Transliteration C: anamestos Beta Code: a)na/mestos

English (LSJ)

ἀνάμεστον (fem. -τη Eup.16 codd.), filled full, τινός of a thing, Ar.Nu.984, Eup. l. c., Philum. ap. Aët.5.125, Phld.Piet.74, Man.4.82, Eun.VS p.454 B.; ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος D.25.32; βίος ἀ. ἰλύος Epict.Gnom.1.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): fem. ἀνάμεστη Eup.16
lleno de c. gen. χαρίτων Lyr.Adesp.95, σφυράδων Eup.l.c., τεττίγων Ar.Nu.984, ἔχθρας D.25.32, ἰλύος Epict.Gnom.1, μανίης Man.4.82, ἡδονῆς Phld.Rh.2.266, cf. Piet.74.15, κηλίδων Ph.1.662, φθορᾶς Ph.1.578, βοσκημάτων I.BI 7.246, cf. Eun.VS 454, πολιτικῆς ... φρονήσεως Syrian.in Hermog.1.96.5.

German (Pape)

[Seite 198] (fem. ἀναμέστη Eupol. bei Schol. Ar. Pax 790), angefüllt, voll, ἔχθρας πατρικῆς Dem. 25, 32; Mnesim. Ath. IX, 403 (V. 65).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli de, gén..
Étymologie: ἀνά, μέστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάμεστος:
1 переполненный, изобилующий (τεττίγων Arph.);
2 целиком проникнутый, преисполненный (ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάμεστος: η (;), ον, πλήρης, «γεμᾶτος», σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη (κατὰ Δινδόρφιον ἀνάμεστοι) Εὔπολ. ἐν «Αἰξί» 16, ― ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος Δημ. 779. 25.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάμεστος, -ον και -ος, -η, -ον)
πλήρης, γεμάτος
νεοελλ.
(και μτφ.) ώριμος, μεστωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μεστός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναμεστόω
νεοελλ.
αναμεστώνω].

Greek Monotonic

ἀνάμεστος: -ον, (και —τη στον Ευρ.) πλήρης, γεμάτος, τινος, από ένα πράγμα, σε Δημ.

Middle Liddell


filled full, τινός of a thing, Dem.