κατασκευαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(Bailly1_3)
mNo edit summary
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataskevastikos
|Transliteration C=kataskevastikos
|Beta Code=kataskeuastiko/s
|Beta Code=kataskeuastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fitted for providing</b>, τινος <span class="bibl">Arist.<span class="title">VV</span>1250b29</span>; <b class="b2">fitted for bringing about</b>, τοῦ μὴ πλανᾶν Phld.<span class="title">Rh.</span>1.347 S. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in Logic, <b class="b2">constructive, positive</b>, opp. destructive (λυτικός, ἀνασκευαστικός), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1403a25</span>, <span class="bibl">Theon <span class="title">Prog.</span>12</span>, etc.: c.gen., λόγος κ. ζητήματος Corn.<span class="title">Rh.</span>p.377 H., cf. <span class="bibl">Nicol. <span class="title">Prog.</span>p.29</span> F. Adv. <b class="b3">-κῶς</b>, opp. <b class="b3">ἀνασκευαστικῶς</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">APr.</span>52a31</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> (<b class="b3">κατασκευή</b> VIII) <b class="b2">systematic</b>, γυμνάσια Gal.6.177.</span>
|Definition=κατασκευαστική, κατασκευαστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fitted for providing]], τινος Arist.''VV''1250b29; [[fitted for bringing about]], τοῦ μὴ πλανᾶν Phld.''Rh.''1.347 S.<br><span class="bld">2</span> in Logic, [[constructive]], [[positive]], opp. [[destructive]] ([[λυτικός]], [[ἀνασκευαστικός]]), Arist.''Rh.''1403a25, Theon ''Prog.''12, etc.: c.gen., λόγος κ. ζητήματος Corn.''Rh.''p.377 H., cf. Nicol. ''Prog.''p.29 F. Adv. [[κατασκευαστικῶς]], opp. [[ἀνασκευαστικῶς]], Arist.''APr.''52a31.<br><span class="bld">3</span> ([[κατασκευή]] VIII) [[systematic]], γυμνάσια Gal.6.177.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] ή, όν, zum Einrichten, Anordnen gehörig, geschickt; ἐνθυμήματα Arist. rhet. 2, 26; τινός Ath. I, 11 f; a. Sp., auch adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] ή, όν, zum Einrichten, Anordnen gehörig, geschickt; ἐνθυμήματα Arist. rhet. 2, 26; τινός Ath. I, 11 f; a. Sp., auch adv.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[propre à confirmer]], [[à affirmer]], [[à décider]].<br />'''Étymologie:''' [[κατασκευάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκευαστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[способный производить]], [[могущий создавать]] (τινος Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[утверждающий]], [[полагающий]], [[устанавливающий]] (ἐνθυμήματα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκευαστικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς [[ὅπως]] κατασκευάσῃ, τινος π. Ἀρετ. 5. 5· «ἤθους [[ταῦτα]] κ.» Σχολ. εἰς Λουκ. Ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. Κ. 10. 2) ἐν τῇ λογ., κατασκευάζων ἱδρύων τι ἢ βεβαιώνων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀναιρετικός]] ([[λυτικός]]), ἐνθυμήματα κ., ἀντίθ. τῷ ἀνασκευαστικὰ (Ἑρμογ.), Ἀριστ. Ρητ. 2. 26, 3· [[οὕτως]], ἐπίρ., -κῶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 46, 12· ἀντίθετον τῷ ἀνασκευαστικῶς, [[αὐτόθι]], 13· πρβλ. [[κατασκευάζω]] 5.
|lstext='''κατασκευαστικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς [[ὅπως]] κατασκευάσῃ, τινος π. Ἀρετ. 5. 5· «ἤθους [[ταῦτα]] κ.» Σχολ. εἰς Λουκ. Ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. Κ. 10. 2) ἐν τῇ λογ., κατασκευάζων ἱδρύων τι ἢ βεβαιώνων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀναιρετικός]] ([[λυτικός]]), ἐνθυμήματα κ., ἀντίθ. τῷ ἀνασκευαστικὰ (Ἑρμογ.), Ἀριστ. Ρητ. 2. 26, 3· [[οὕτως]], ἐπίρ., -κῶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 46, 12· ἀντίθετον τῷ ἀνασκευαστικῶς, [[αὐτόθι]], 13· πρβλ. [[κατασκευάζω]] 5.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />propre à confirmer, à affirmer, à décider.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκευάζω]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κατασκευαστικός]], -ή, -όν) [[κατασκευαστής]]<br /><b>(λογ.)</b> (για συλλογισμό ή [[επιχείρημα]]) ο [[αποδεικτικός]], ο [[βεβαιωτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατασκευή]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να κατασκευάζει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] στο να προνοεί, ο [[προνοητικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να κατορθώνει [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατασκευαστικά</i> (AM κατασκευαστικώς)<br />με κατασκευαστικό τρόπο.
}}
}}

Latest revision as of 13:26, 17 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευαστικός Medium diacritics: κατασκευαστικός Low diacritics: κατασκευαστικός Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kataskeuastikós Transliteration B: kataskeuastikos Transliteration C: kataskevastikos Beta Code: kataskeuastiko/s

English (LSJ)

κατασκευαστική, κατασκευαστικόν,
A fitted for providing, τινος Arist.VV1250b29; fitted for bringing about, τοῦ μὴ πλανᾶν Phld.Rh.1.347 S.
2 in Logic, constructive, positive, opp. destructive (λυτικός, ἀνασκευαστικός), Arist.Rh.1403a25, Theon Prog.12, etc.: c.gen., λόγος κ. ζητήματος Corn.Rh.p.377 H., cf. Nicol. Prog.p.29 F. Adv. κατασκευαστικῶς, opp. ἀνασκευαστικῶς, Arist.APr.52a31.
3 (κατασκευή VIII) systematic, γυμνάσια Gal.6.177.

German (Pape)

[Seite 1378] ή, όν, zum Einrichten, Anordnen gehörig, geschickt; ἐνθυμήματα Arist. rhet. 2, 26; τινός Ath. I, 11 f; a. Sp., auch adv.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à confirmer, à affirmer, à décider.
Étymologie: κατασκευάζω.

Russian (Dvoretsky)

κατασκευαστικός:
1 способный производить, могущий создавать (τινος Arst.);
2 утверждающий, полагающий, устанавливающий (ἐνθυμήματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς ὅπως κατασκευάσῃ, τινος π. Ἀρετ. 5. 5· «ἤθους ταῦτα κ.» Σχολ. εἰς Λουκ. Ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. Κ. 10. 2) ἐν τῇ λογ., κατασκευάζων ἱδρύων τι ἢ βεβαιώνων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀναιρετικός (λυτικός), ἐνθυμήματα κ., ἀντίθ. τῷ ἀνασκευαστικὰ (Ἑρμογ.), Ἀριστ. Ρητ. 2. 26, 3· οὕτως, ἐπίρ., -κῶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 46, 12· ἀντίθετον τῷ ἀνασκευαστικῶς, αὐτόθι, 13· πρβλ. κατασκευάζω 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κατασκευαστικός, -ή, -όν) κατασκευαστής
(λογ.) (για συλλογισμό ή επιχείρημα) ο αποδεικτικός, ο βεβαιωτικός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή
2. ο ικανός να κατασκευάζει κάτι
αρχ.
1. ο ικανός στο να προνοεί, ο προνοητικός
2. ο ικανός στο να κατορθώνει κάτι.
επίρρ...
κατασκευαστικά (AM κατασκευαστικώς)
με κατασκευαστικό τρόπο.