δελφίνιο: Difference between revisions
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
(8) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[Δελφίνιος]], -ον)<br />(<b>το ουδ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]] της οικογένειας ρανουκουλίδες<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] διαφόρων τόπων όπου λατρευόταν ο Απόλλων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιερό]] του Απόλλωνος στην Αθήνα<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>τα Δελφίνια</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Απόλλωνος Δελφινιού<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ.</b>) α) [[επίθετο]] του Απόλλωνος<br />β) [[ονομασία]] [[μήνα]] στη Θήρα, Αίγινα, Δελφούς κ.α.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δελφίς]] (-<i>ίνος</i>). Μέσω της λ. [[Δελφίνιος]], ως επίθ. του Απόλλωνος, δηλώνεται η [[σχέση]] του θεού τόσο με το [[δελφίνι]], «[[θεός]] του δελφινιού» ([[προστάτης]] τών ναυτικών), όσο και με τους Δελφούς, «[[θεός]] τών Δελφών»]. | |mltxt=το (Α [[Δελφίνιος]], -ον)<br />(<b>το ουδ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]] της οικογένειας ρανουκουλίδες<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] διαφόρων τόπων όπου λατρευόταν ο Απόλλων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιερό]] του Απόλλωνος στην Αθήνα<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>τα Δελφίνια</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Απόλλωνος Δελφινιού<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ.</b>) α) [[επίθετο]] του Απόλλωνος<br />β) [[ονομασία]] [[μήνα]] στη Θήρα, Αίγινα, Δελφούς κ.α.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δελφίς]] (-<i>ίνος</i>). Μέσω της λ. [[Δελφίνιος]], ως επίθ. του Απόλλωνος, δηλώνεται η [[σχέση]] του θεού τόσο με το [[δελφίνι]], «[[θεός]] του δελφινιού» ([[προστάτης]] τών ναυτικών), όσο και με τους Δελφούς, «[[θεός]] τών Δελφών»]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[stavesacre]]=== | |||
Arabic: عَائِق جَبَلِيّ, زَبِيب الْجَبَل, زَبِيب بَرِّيّ, حَبّ الرَأْس; Catalan: estafisàgria; Chinese: 灭虱草; Farsi: زباندرقفا; Finnish: karvasritarinkannus; French: [[dauphinelle staphisaigre]], [[herbe aux goutteux]], [[herbe aux poux]], [[pied-d'alouette staphisaigre]], [[raisin sauvage]], [[staphisaigre]]; German: [[Giftiger Rittersporn]], [[Kräusesamen]], [[Läusepfeffer]], [[Läusesamen]], [[Läusezahn]], [[Lauswurz]], [[Mittelmeer-Rittersporn]], [[Stephanskorn]], [[Stephanskraut]]; Greek: [[αγριοσταφίδα]], [[δελφίνιο]], [[παπαζότο]], [[σταφισαγρία]], [[ψειροβότανο]]; Ancient Greek: [[ἀγριοσταφίς]], [[ἀπάνθρωπον]], [[ἀρνοπολέμιον]], [[ἀρσενωπή]], [[ἀσταφὶς ἀγρία]], [[σταφὶς ἀγρία]], [[φθείριον]], [[φθειροκτόνον]]; Hornjoserbsce: hniduš; Ido: stafisagro; Hungarian: csípős sarkantyúfű; Italian: [[stafisagria]]; Latin: [[Staphisagria macrosperma]], [[Delphinium staphisagria]]; Portuguese: [[estafiságria]], [[erva-piolha]], [[delfim]]; Russian: [[живокость аптечная]]; Spanish: [[abarraz]], [[albarraz]], [[estafisagria]], [[matapiojos]]; Swedish: giftriddarsporre; Turkish: bit otu | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:47, 24 January 2024
Greek Monolingual
το (Α Δελφίνιος, -ον)
(το ουδ.)
1. ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας ρανουκουλίδες
2. ονομασία διαφόρων τόπων όπου λατρευόταν ο Απόλλων
αρχ.
1. ιερό του Απόλλωνος στην Αθήνα
2. πληθ. τα Δελφίνια
γιορτή προς τιμήν του Απόλλωνος Δελφινιού
3. (το αρσ.) α) επίθετο του Απόλλωνος
β) ονομασία μήνα στη Θήρα, Αίγινα, Δελφούς κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δελφίς (-ίνος). Μέσω της λ. Δελφίνιος, ως επίθ. του Απόλλωνος, δηλώνεται η σχέση του θεού τόσο με το δελφίνι, «θεός του δελφινιού» (προστάτης τών ναυτικών), όσο και με τους Δελφούς, «θεός τών Δελφών»].
Translations
stavesacre
Arabic: عَائِق جَبَلِيّ, زَبِيب الْجَبَل, زَبِيب بَرِّيّ, حَبّ الرَأْس; Catalan: estafisàgria; Chinese: 灭虱草; Farsi: زباندرقفا; Finnish: karvasritarinkannus; French: dauphinelle staphisaigre, herbe aux goutteux, herbe aux poux, pied-d'alouette staphisaigre, raisin sauvage, staphisaigre; German: Giftiger Rittersporn, Kräusesamen, Läusepfeffer, Läusesamen, Läusezahn, Lauswurz, Mittelmeer-Rittersporn, Stephanskorn, Stephanskraut; Greek: αγριοσταφίδα, δελφίνιο, παπαζότο, σταφισαγρία, ψειροβότανο; Ancient Greek: ἀγριοσταφίς, ἀπάνθρωπον, ἀρνοπολέμιον, ἀρσενωπή, ἀσταφὶς ἀγρία, σταφὶς ἀγρία, φθείριον, φθειροκτόνον; Hornjoserbsce: hniduš; Ido: stafisagro; Hungarian: csípős sarkantyúfű; Italian: stafisagria; Latin: Staphisagria macrosperma, Delphinium staphisagria; Portuguese: estafiságria, erva-piolha, delfim; Russian: живокость аптечная; Spanish: abarraz, albarraz, estafisagria, matapiojos; Swedish: giftriddarsporre; Turkish: bit otu