ὀμματοστερής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ommatosteris
|Transliteration C=ommatosteris
|Beta Code=o)mmatosterh/s
|Beta Code=o)mmatosterh/s
|Definition=ὀμματοστερές,<br><span class="bld">A</span> [[bereft of eyes]], S.''OC''1260, E.''Ph.''327 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> Act., [[depriving]] [[of eyes]], <b class="b3">φλογμὸς ὀ. φυτῶν</b> heat [[that robs]] plants [[of their eyes]] or [[buds]], A.''Eu.''940 (lyr.).
|Definition=ὀμματοστερές,<br><span class="bld">A</span> [[bereft of eyes]], S.''OC''1260, E.''Ph.''327 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> Act., [[depriving of eyes]], [[φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν]] = [[heat]] that [[rob]]s [[plant]]s of their [[eye]]s or [[bud]]s, A.''Eu.''940 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0332.png Seite 332]] ές, der Augen beraubt; [[κρᾶς]], Soph. O. C. 1262; Eur. Phoen. 331. – Auch act., der Augen beraubend, blendend, [[φλογμός]] τ' ὀμ. φυτῶν, Aesch. Eum. 900.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0332.png Seite 332]] ές, [[der Augen beraubt]]; [[κρᾶς]], Soph. O. C. 1262; Eur. Phoen. 331. – Auch act., der Augen beraubend, blendend, [[φλογμός]] τ' ὀμ. φυτῶν, Aesch. Eum. 900.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 17:38, 2 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμμᾰτοστερής Medium diacritics: ὀμματοστερής Low diacritics: ομματοστερής Capitals: ΟΜΜΑΤΟΣΤΕΡΗΣ
Transliteration A: ommatosterḗs Transliteration B: ommatosterēs Transliteration C: ommatosteris Beta Code: o)mmatosterh/s

English (LSJ)

ὀμματοστερές,
A bereft of eyes, S.OC1260, E.Ph.327 (lyr.).
II Act., depriving of eyes, φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν = heat that robs plants of their eyes or buds, A.Eu.940 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 332] ές, der Augen beraubt; κρᾶς, Soph. O. C. 1262; Eur. Phoen. 331. – Auch act., der Augen beraubend, blendend, φλογμός τ' ὀμ. φυτῶν, Aesch. Eum. 900.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 privé de la vue;
2 qui prive de la vue.
Étymologie: ὄμμα, στερέω.

Russian (Dvoretsky)

ὀμμᾰτοστερής:
1 лишенный глаз, слепой (πρέσβυς Eur.);
2 сжигающий почки (φλογμὸς ὀ. φυτῶν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμμᾰτοστερής: -ές, ὁ ἐστερημένος τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1260, Εὐρ. Φοίν. 328. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀποστερῶν τῶν ὀφθαλμῶν, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν, θερμότης ἥτις στερεῖ τὰ φυτὰ τῶν ὀφθαλμῶν («μπουμπουκίων») αὐτῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 940.

Greek Monolingual

ὀμματοστερής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει οφθαλμούς
2. αυτός που στερεί από κάποιον τους οφθαλμούς («φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν» — ο καύσωνας στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια τους, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -στερής (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. ηλιοστερής, πατροστερής].

Greek Monotonic

ὀμμᾰτοστερής: -ές (στερέω),·
I. αυτός που έχει στερηθεί τα μάτια του, σε Σοφ., Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που αποστερεί τα μάτια, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν, θερμότητα που στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια ή τα άνθη τους, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀμμᾰτο-στερής, ές στερέω
I. bereft of eyes, Soph., Eur.
II. act. depriving of eyes, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν heat that robs plants of their eyes or buds, Aesch.