μέτηλυς: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - "Ancient Greek: [ἄποικος]]" to "Ancient Greek: ἄποικος") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metilys | |Transliteration C=metilys | ||
|Beta Code=me/thlus | |Beta Code=me/thlus | ||
|Definition=ῠδος, ὁ, ἡ, ([[μετέρχομαι]], | |Definition=ῠδος, ὁ, ἡ, ([[μετέρχομαι]], μετήλυθον)<br><span class="bld">A</span> [[one who passes from one place to another]], [[foreign settler]], PFlor.322.20, al. (iii A.D.), D.P. 689; <b class="b3">μετήλυδες Ὠκεανοῖο</b>, of cranes, Tryph.352.<br><span class="bld">II</span> as adjective, μ. ὀμφητήρ Id.133; [[changing]], <b class="b3">μετήλυδα ταρσὸν ἀμείβων</b>, of a dancer, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 10.241, 12.365. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 15:50, 4 February 2024
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ, (μετέρχομαι, μετήλυθον)
A one who passes from one place to another, foreign settler, PFlor.322.20, al. (iii A.D.), D.P. 689; μετήλυδες Ὠκεανοῖο, of cranes, Tryph.352.
II as adjective, μ. ὀμφητήρ Id.133; changing, μετήλυδα ταρσὸν ἀμείβων, of a dancer, Nonn. D. 10.241, 12.365.
German (Pape)
[Seite 160] υδος, ὁ, der einwandernde Fremdling, Tryph. 133. 352; Ansiedler, wie μέτοικος, Αἰγύπτοιο, D. Per. 689.
Greek (Liddell-Scott)
μέτηλῠς: -ῠδος, ὁ καὶ ἡ, (μετέρχομαι, μετήλυθον) ὁ μεταβαίνων ἐκ τόπου τινὸς εἰς ἕτερον, Τρυφιόδ. 133. 352· ὁ ἐν ξένῳ τόπῳ ἐγκαθιστῶν ἑαυτόν, μέτοικος, Διον. Π. 689· πρβλ. μέτοικος. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ μεταβαλλόμενος, μετήλυδα ταρσὸν ἀμείβων, ἐπὶ ὀρχηστοῦ, Νόνν. Δ. 12. 365, πρβλ. 10. 241.
Greek Monolingual
μέτηλυς, -υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
1. αυτός που μεταβαίνει από έναν τόπο σε άλλο
2. αυτός που εγκαθίσταται σε ξένο τόπο, μέτοικος («Κόλχοι ναιετάουσι, μετήλυδες Αἰγύπτοιο», Διον. Περ.)
αρχ.
(και ως επίθ.) αυτός που εναλλάσσεται, που αλλάζει θέση («μέτηλυς ὀμφητήρ», Τρυφιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ηλυς (< θ. ελυθ- μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας ελευθ- του ἐλεύθω «έρχομαι»). Το -η- του -ηλυς είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. έπηλυς)].
Translations
emigrant
Albanian: emigrant; Arabic: مُهَاجِر, مُهَاجِرَة; Armenian: էմիգրանտ, արտագաղթող; Azerbaijani: mühacir; Belarusian: эмiгрант, эмiгрантка, высяленец, высяленка; Bengali: মুহাজির; Chinese Cantonese: 移民; Mandarin: 移民; Min Nan: 移民; Czech: emigrant, emigrantka, vystěhovalec, vystěhovalkyně; Danish: emigrant, udvandrer; Dutch: uitwijkeling, uitwijkelinge, landverhuizer, landverhuizerin, emigrant, emigrante; Estonian: emigrant; Finnish: maastamuuttaja; French: émigré, émigrée, émigrant, émigrante; Galician: emigrante; Georgian: ემიგრანტი; German: Auswanderer, Auswanderin, Emigrant, Emigrantin, Aussiedler; Greek: απόδημος, απόδημη; Ancient Greek: ἄποικος, μέτηλυς, μετοικιστής, μέτοικος, περατής; Hebrew: יוֹרֵד; Hindi: उत्प्रवासी; Hungarian: kivándorló, emigráns; Icelandic: förufólk, útflytjandi; Italian: emigrante; Japanese: 移民; Kazakh: эмигрант; Korean: 이민(移民); Kyrgyz: эмигрант; Latvian: emigrants; Lithuanian: emigrantas; Macedonian: иселеник, иселеничка, емигрант, емигрантка; Norwegian Bokmål: utvandrer, emigrant; Nynorsk: utvandrar, emigrant; Persian: مهاجر; Polish: emigrant, emigrantka; Portuguese: emigrante; Romanian: emigrant, emigrantă; Russian: эмигрант, эмигрантка; Scottish Gaelic: eilthireach; Serbo-Croatian Cyrillic: исељѐнӣк, исељѐница, емѝгрант, емѝгранткиња; Roman: iseljènīk, iseljènica, emìgrant, emìgrantkinja; Slovak: emigrant, emigrantka, vysťahovalec, vysťahovalkyňa; Slovene: izseljenec, izseljenka, emigrant, emigrantka; Spanish: emigrante; Swedish: emigrant; Tagalog: manluluwasbayan; Tajik: муҳоҷир; Turkish: muhacir; Ukrainian: емігрант, емігрантка; Uzbek: muhojir, emigrant; Vietnamese: người di cư; Volapük: setevan, hisetevan, jisetevan, setevanef, hisetevanef, jisetevanef; Walloon: ebagant; Yiddish: עמיגראַנט