ἀοιδομάχος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)μάχος" to "Full diacritics=$1μᾰ́χος") |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἀοιδομᾰ́χος | ||
|Medium diacritics=ἀοιδομάχος | |Medium diacritics=ἀοιδομάχος | ||
|Low diacritics=αοιδομάχος | |Low diacritics=αοιδομάχος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aoidomachos | |Transliteration C=aoidomachos | ||
|Beta Code=a)oidoma/xos | |Beta Code=a)oidoma/xos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, < | |Definition=[ᾰ], ον, [[fighting with verses]], λογολέσχαι ''AP''11.140 (Lucill.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que compite con versos]] τοῖς παρὰ [[δεῖπνον]] ἀ. λογολέσχαις <i>AP</i> 11.140 (Lucill.). | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] mit Dichterstellen einander bekämpfend, Lucill. 28 (XI, 140). | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui dispute le prix du chant <i>ou</i> de la poésie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀοιδή]], [[μάχομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀοιδομάχος:''' [[состязающийся в песнях]] (λογολέσχαι Anth.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀοιδομάχος''': [ᾰ], -ον, ἐπὶ γραμματικῶν, ὁ ἐρίζων περὶ λέξεων καὶ στίχων ποιητικῶν, «τούτοις τοῖς παρὰ [[δεῖπνον]] ἀοιδομάχοις λογολέσχαις, τοῖς ἀπ’ Ἀριστάρχου… [[σήμερον]] οὐ δειπνῶ μῆνιν ἄειδε θεὰ» Ἀνθ. Π. 11. 140. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀοιδομάχος]], ο (Α)<br />(για γραμματικούς) αυτός που ασκεί πολεμική, σχολαστική κριτική σε λέξεις και στίχους ποιητών. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀοιδομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), λέγεται για γραμματικούς, αυτός που εμπλέκεται σε ατέρμονες έριδες για το [[περιεχόμενο]] ποιητικών λέξεων και εκφράσεων ή για την [[ερμηνεία]] των στίχων, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μάχομαι]]<br />[[fighting]] with verses, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:13, 4 February 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ον, fighting with verses, λογολέσχαι AP11.140 (Lucill.).
Spanish (DGE)
-ον
que compite con versos τοῖς παρὰ δεῖπνον ἀ. λογολέσχαις AP 11.140 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 272] mit Dichterstellen einander bekämpfend, Lucill. 28 (XI, 140).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dispute le prix du chant ou de la poésie.
Étymologie: ἀοιδή, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀοιδομάχος: состязающийся в песнях (λογολέσχαι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀοιδομάχος: [ᾰ], -ον, ἐπὶ γραμματικῶν, ὁ ἐρίζων περὶ λέξεων καὶ στίχων ποιητικῶν, «τούτοις τοῖς παρὰ δεῖπνον ἀοιδομάχοις λογολέσχαις, τοῖς ἀπ’ Ἀριστάρχου… σήμερον οὐ δειπνῶ μῆνιν ἄειδε θεὰ» Ἀνθ. Π. 11. 140.
Greek Monolingual
ἀοιδομάχος, ο (Α)
(για γραμματικούς) αυτός που ασκεί πολεμική, σχολαστική κριτική σε λέξεις και στίχους ποιητών.
Greek Monotonic
ἀοιδομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), λέγεται για γραμματικούς, αυτός που εμπλέκεται σε ατέρμονες έριδες για το περιεχόμενο ποιητικών λέξεων και εκφράσεων ή για την ερμηνεία των στίχων, σε Ανθ.