εξαμείβω: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαμείβω]] (AM) [[αμείβω]]<br /><b>1.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]] («ἐξαμειβούσης [[ἄλλην]] [[ἄλλοτε]] χρόαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μεσ.</b> [[παίρνω]] τη [[θέση]] άλλου («ἔργου δ' [[ἔργον]] ἐξημείβετο», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαδέχομαι]], [[ανταλλάσσω]] («φόνῳ [[φόνος]] ἐξαμείβων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διαβαίνω]] από έναν [[τόπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αποσύρομαι, [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> [[ανταμείβω]], [[ανταποδίδω]] («κακοῑσι ποιναῑς ταῑσδέ μ' άντημείψατο», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[ἐξαμείβω]] (AM) [[αμείβω]]<br /><b>1.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]] («ἐξαμειβούσης [[ἄλλην]] [[ἄλλοτε]] χρόαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μεσ.</b> [[παίρνω]] τη [[θέση]] άλλου («ἔργου δ' [[ἔργον]] ἐξημείβετο», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαδέχομαι]], [[ανταλλάσσω]] («φόνῳ [[φόνος]] ἐξαμείβων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διαβαίνω]] από έναν [[τόπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αποσύρομαι, [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> [[ανταμείβω]], [[ανταποδίδω]] («κακοῖσι ποιναῖς ταῖσδέ μ' άντημείψατο», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἐξαμείβω (AM) αμείβω
1. αλλάζω, μεταβάλλω («ἐξαμειβούσης ἄλλην ἄλλοτε χρόαν», Πλούτ.)
2. μεσ. παίρνω τη θέση άλλου («ἔργου δ' ἔργον ἐξημείβετο», Ευρ.)
3. διαδέχομαι, ανταλλάσσω («φόνῳ φόνος ἐξαμείβων», Ευρ.)
4. διαβαίνω από έναν τόπο
αρχ.
1. αποσύρομαι, φεύγω
2. ανταμείβω, ανταποδίδω («κακοῖσι ποιναῖς ταῖσδέ μ' άντημείψατο», Αισχύλ.).