ίσκω: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἴσκω]] (Α)<br /><b>επιγρ.</b> (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. του [[εἶμι]]) [[πορεύομαι]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἴσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]] [[άλλο]], [[εξομοιώνω]] («φωνὴν ἴσκουσ' ἀλόχοισιν» — εξοιμοιώνοντας τη [[φωνή]] της με τη [[φωνή]] τών συζύγων, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νομίζω]] κάποιον όμοιο με κάποιον, [[εκλαμβάνω]], [[παρομοιάζω]] («ἐμὲ σοὶ ἴσκοντες» — νομίζοντάς με όμοιό σου, παίρνοντάς με [[αντί]] για [[σένα]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσποιούμαι]] («[[ἴσκε]] ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἴσκω]] (Α)<br /><b>επιγρ.</b> (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. του [[εἶμι]]) [[πορεύομαι]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἴσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]] [[άλλο]], [[εξομοιώνω]] («φωνὴν ἴσκουσ' ἀλόχοισιν» — εξοιμοιώνοντας τη [[φωνή]] της με τη [[φωνή]] τών συζύγων, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νομίζω]] κάποιον όμοιο με κάποιον, [[εκλαμβάνω]], [[παρομοιάζω]] («ἐμὲ σοὶ ἴσκοντες» — νομίζοντάς με όμοιό σου, παίρνοντάς με [[αντί]] για [[σένα]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσποιούμαι]] («[[ἴσκε]] ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υποθέτω]], [[φαντάζομαι]] («οἴσκεν [[ἕκαστος]] [[ἀνήρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[λέγω]], [[ομιλώ]] («ἴσκον τοιάδε [[πολλά]]», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται για ενεστ. με μεταβιβαστική σημ. (<span style="color: red;"><</span> <i>Fίκσκω</i>), που συνδέεται με το [[ἔοικα]] και του οποίου μαρτυρείται προστακτ. [[ἴσκε]] και μτχ. <i>ἴσκοντες</i>, <i>ἴσκουσα</i>. Στον Όμηρο και στη [[Σαπφώ]] απαντά τ. [[ἐΐσκω]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fίκ</i>-<i>σκω</i>, ενώ όπου, λόγω μέτρου, δεν [[είναι]] αποδεκτό το αρχικό <i>F</i>, υπετέθη <i>ἐ</i>-<i>Fίσκω</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:38, 6 February 2024
Greek Monolingual
(I)
ἴσκω (Α)
επιγρ. (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. του εἶμι) πορεύομαι.
(II)
ἴσκω (Α)
1. κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («φωνὴν ἴσκουσ' ἀλόχοισιν» — εξοιμοιώνοντας τη φωνή της με τη φωνή τών συζύγων, Ομ. Οδ.)
2. νομίζω κάποιον όμοιο με κάποιον, εκλαμβάνω, παρομοιάζω («ἐμὲ σοὶ ἴσκοντες» — νομίζοντάς με όμοιό σου, παίρνοντάς με αντί για σένα, Ομ. Ιλ.)
3. προσποιούμαι («ἴσκε ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα», Ομ. Οδ.)
4. υποθέτω, φαντάζομαι («οἴσκεν ἕκαστος ἀνήρ», Ομ. Οδ.)
5. λέγω, ομιλώ («ἴσκον τοιάδε πολλά», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για ενεστ. με μεταβιβαστική σημ. (< Fίκσκω), που συνδέεται με το ἔοικα και του οποίου μαρτυρείται προστακτ. ἴσκε και μτχ. ἴσκοντες, ἴσκουσα. Στον Όμηρο και στη Σαπφώ απαντά τ. ἐΐσκω < Fε-Fίκ-σκω, ενώ όπου, λόγω μέτρου, δεν είναι αποδεκτό το αρχικό F, υπετέθη ἐ-Fίσκω].