μεταναιέτης: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(c2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metanaietis
|Transliteration C=metanaietis
|Beta Code=metanaie/ths
|Beta Code=metanaie/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who dwells with</b>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>401</span>.</span>
|Definition=μεταναιέτου, ὁ, [[one who dwells with]], Hes.''Th.''401.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0150.png Seite 150]] ὁ, der seinen Wohnort vertauscht hat und wo anders wohnt, = [[μετανάστης]], Hes. Th. 401.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0150.png Seite 150]] ὁ, der seinen Wohnort vertauscht hat und wo anders wohnt, = [[μετανάστης]], Hes. Th. 401.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[μετανάστης]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ναίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταναιέτης:''' ου ὁ [[переселенец]] Hes.
}}
{{ls
|lstext='''μεταναιέτης''': -ου, ὁ, ὁ κατοικῶν μετά τινος, παῖδας δ’ ἤματα πάντα ἑοὺς μεταναιέτας [[εἶναι]], μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] οἰκοῦντας, Ἡσ. Θ. 401· κατά τινας [[γραπτέον]]: ...ἕο μέτα ναιέτας [[εἶναι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταναιέτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατοικεί με κάποιον, που συγκατοικεί, ο [[συγκάτοικος]] («παῖδας δ' ἤματα [[πάντα]] ἑοῦ μεταναιέτας [[εἶναι]]», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ναιέτης]] «[[κάτοικος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ναιετῶ</i> «[[κατοικώ]]»), [[πρβλ]]. [[περιναιέτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταναιέτης:''' αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, σε Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μετα-[[ναιέτης]], ου, ὁ,<br />one who dwells with, Hes.
}}
}}

Latest revision as of 14:42, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταναιέτης Medium diacritics: μεταναιέτης Low diacritics: μεταναιέτης Capitals: ΜΕΤΑΝΑΙΕΤΗΣ
Transliteration A: metanaiétēs Transliteration B: metanaietēs Transliteration C: metanaietis Beta Code: metanaie/ths

English (LSJ)

μεταναιέτου, ὁ, one who dwells with, Hes.Th.401.

German (Pape)

[Seite 150] ὁ, der seinen Wohnort vertauscht hat und wo anders wohnt, = μετανάστης, Hes. Th. 401.

French (Bailly abrégé)

c. μετανάστης.
Étymologie: μετά, ναίω.

Russian (Dvoretsky)

μεταναιέτης: ου ὁ переселенец Hes.

Greek (Liddell-Scott)

μεταναιέτης: -ου, ὁ, ὁ κατοικῶν μετά τινος, παῖδας δ’ ἤματα πάντα ἑοὺς μεταναιέτας εἶναι, μεθ’ ἑαυτοῦ οἰκοῦντας, Ἡσ. Θ. 401· κατά τινας γραπτέον: ...ἕο μέτα ναιέτας εἶναι.

Greek Monolingual

μεταναιέτης, ὁ (Α)
αυτός που κατοικεί με κάποιον, που συγκατοικεί, ο συγκάτοικος («παῖδας δ' ἤματα πάντα ἑοῦ μεταναιέτας εἶναι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ναιέτης «κάτοικος» (< ναιετῶ «κατοικώ»), πρβλ. περιναιέτης.

Greek Monotonic

μεταναιέτης: αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

μετα-ναιέτης, ου, ὁ,
one who dwells with, Hes.