άμαθος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε [[κάτι]], αδίδαχτος, [[αμόρφωτος]],<br /><b>2.</b> [[αγράμματος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>3.</b> [[αγροίκος]], [[ανόητος]], [[αγενής]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν [[είναι]] εξοικειωμένος, [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]], [[άπειρος]], [[αδαής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> θ. <i>μαθ</i>- του ρ. [[μανθάνω]], [[μαθαίνω]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄμαθος]], η (Α) ([[επικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἄμμος]])<br /><b>1.</b> η [[άμμος]] και [[κυρίως]] η [[άμμος]] της πεδιάδας, αμμώδες [[έδαφος]] (σε [[αντίθεση]] με την άμμο της θάλασσας, την <i>ψάμαθο</i>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἄμαθοι</i><br />σωροί άμμου [[κοντά]] σε [[θάλασσα]], αμμώδη υψώματα, <i>θίνες</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ετυμολογικά [[συγγενής]] με τον μσν. άνω γερμαν. τ. <i>sampt</i> «[[άμμος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και γερμαν. <i>Sand</i> «[[άμμος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sampt</i> με [[ανομοίωση]]). Ο [[συσχετισμός]] αυτός που προϋποθέτει [[ανομοίωση]] της δασύτητας στη λ. <i>hαμαθος</i>, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η [[αλληλεπίδραση]] [[μεταξύ]] τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. [[ἄμαθος]] και [[ψάμμος]] «[[άμμος]]». Σημειώνεται ότι αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ἄμαθος]] σχηματίστηκε η λ. [[ψάμαθος]] «[[άμμος]]», ενώ η λ. [[ἄμμος]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ψάμμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμαθῑτις</i>, <i>ἀμαθόεις</i>, [[ἀμαθύνω]], [[ἀμαθώδης]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε [[κάτι]], αδίδαχτος, [[αμόρφωτος]],<br /><b>2.</b> [[αγράμματος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>3.</b> [[αγροίκος]], [[ανόητος]], [[αγενής]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν [[είναι]] εξοικειωμένος, [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]], [[άπειρος]], [[αδαής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> θ. <i>μαθ</i>- του ρ. [[μανθάνω]], [[μαθαίνω]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄμαθος]], η (Α) ([[επικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἄμμος]])<br /><b>1.</b> η [[άμμος]] και [[κυρίως]] η [[άμμος]] της πεδιάδας, αμμώδες [[έδαφος]] (σε [[αντίθεση]] με την άμμο της θάλασσας, την <i>ψάμαθο</i>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἄμαθοι</i><br />σωροί άμμου [[κοντά]] σε [[θάλασσα]], αμμώδη υψώματα, <i>θίνες</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Λέξη ετυμολογικά [[συγγενής]] με τον μσν. άνω γερμαν. τ. <i>sampt</i> «[[άμμος]]» (<b>πρβλ.</b> και γερμαν. <i>Sand</i> «[[άμμος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sampt</i> με [[ανομοίωση]]). Ο [[συσχετισμός]] αυτός που προϋποθέτει [[ανομοίωση]] της δασύτητας στη λ. <i>hαμαθος</i>, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η [[αλληλεπίδραση]] [[μεταξύ]] τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. [[ἄμαθος]] και [[ψάμμος]] «[[άμμος]]». Σημειώνεται ότι αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ἄμαθος]] σχηματίστηκε η λ. [[ψάμαθος]] «[[άμμος]]», ενώ η λ. [[ἄμμος]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ψάμμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμαθῖτις</i>, <i>ἀμαθόεις</i>, [[ἀμαθύνω]], [[ἀμαθώδης]].
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 6 February 2024

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος,
2. αγράμματος, απαίδευτος
3. αγροίκος, ανόητος, αγενής
4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + θ. μαθ- του ρ. μανθάνω, μαθαίνω].
(II)
ἄμαθος, η (Α) (επικός τύπος αντί του ἄμμος)
1. η άμμος και κυρίως η άμμος της πεδιάδας, αμμώδες έδαφος (σε αντίθεση με την άμμο της θάλασσας, την ψάμαθο)
2. στον πληθ. αἱ ἄμαθοι
σωροί άμμου κοντά σε θάλασσα, αμμώδη υψώματα, θίνες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη ετυμολογικά συγγενής με τον μσν. άνω γερμαν. τ. sampt «άμμος» (πρβλ. και γερμαν. Sand «άμμος» < sampt με ανομοίωση). Ο συσχετισμός αυτός που προϋποθέτει ανομοίωση της δασύτητας στη λ. hαμαθος, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η αλληλεπίδραση μεταξύ τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. ἄμαθος και ψάμμος «άμμος». Σημειώνεται ότι αναλογικά προς τη λ. ἄμαθος σχηματίστηκε η λ. ψάμαθος «άμμος», ενώ η λ. ἄμμος είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το ψάμμος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμαθῖτις, ἀμαθόεις, ἀμαθύνω, ἀμαθώδης.