παρέγγραπτος: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ [[παρεγγράφω]]<br /><b>1.</b> [[παράνομα]] ή αντικανονικά [[εγγεγραμμένος]] (α.»παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῑται», Αισχίν.<br />β. «τῶν νόθων καὶ παρεγγράπτων ἱερέων», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> (για βιβλία, απόψεις <b>κ.λπ.</b>) [[εμβόλιμος]], εκ τών υστέρων τοποθετημένος (α. «νόθων και παρεγγράπτων», <b>Συνέσ.</b><br />β. «[[παρέγγραπτος]] [[συγγραφή]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νόθος]], [[ανειλικρινής]] («τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[παρέγγραπτος]]<br />[[νόθος]] | |mltxt=-ον, ΜΑ [[παρεγγράφω]]<br /><b>1.</b> [[παράνομα]] ή αντικανονικά [[εγγεγραμμένος]] (α.»παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῑται», Αισχίν.<br />β. «τῶν νόθων καὶ παρεγγράπτων ἱερέων», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> (για βιβλία, απόψεις <b>κ.λπ.</b>) [[εμβόλιμος]], εκ τών υστέρων τοποθετημένος (α. «νόθων και παρεγγράπτων», <b>Συνέσ.</b><br />β. «[[παρέγγραπτος]] [[συγγραφή]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νόθος]], [[ανειλικρινής]] («τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[παρέγγραπτος]]<br />[[νόθος]] παῖς». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:44, 6 February 2024
English (LSJ)
παρέγγραπτον, illegally registered, π. πολῖται intrusive citizens, Aeschin.2.177; of deified heroes, Luc.JTr.21: metaph., assumed, αἱ τροφοὶ τὴν εὔνοιαν π. ἔχουσιν Plu.2.3c; interpolated, συγγραφή Eust. 1379.62.
German (Pape)
[Seite 510] = Folgdm, VLL. erkl. νόθος, vgl. Aesch. 2, 177, ἄνθρωποι παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῖται. – Uebtr. vrbdt Plut. de educ. lib. 5 τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσιν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inscrit par fraude, intrus.
Étymologie: παρεγγράφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρέγγραπτος -ον [παρεγγράφω] illegaal ingeschreven.
Russian (Dvoretsky)
παρέγγραπτος:
1 неправильно внесенный в списки, втершийся обманным образом (πολίτης Aeschin.);
2 ненастоящий, поддельный, притворный (εὔνοια Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παρέγγραπτος: -ον, παρανόμως ἐγγεγραμμένος, νόθος, π. πολίτης, ὁ παρανόμως ἐγγραφείς, ἄνθρωποι παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῖται Αἰσχίν. 51 ἐν τέλ.· ἐπὶ θεοποιηθέντων ἡρώων, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 21· ― μεταφορ., αἱ τίτθαι δὲ καὶ αἱ τροφοὶ τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσιν, δηλ. ψευδῆ, νόθον, Πλούτ. 2. 3C· οὕτω, παρέγγραφος, Ἀθήν. 180F, 211F· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 123. 13. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρέγγραπτος· νόθος παῖς. παρεγγεγραμμένος».
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ παρεγγράφω
1. παράνομα ή αντικανονικά εγγεγραμμένος (α.»παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῑται», Αισχίν.
β. «τῶν νόθων καὶ παρεγγράπτων ἱερέων», Γρηγ. Ναζ.)
2. (για βιβλία, απόψεις κ.λπ.) εμβόλιμος, εκ τών υστέρων τοποθετημένος (α. «νόθων και παρεγγράπτων», Συνέσ.
β. «παρέγγραπτος συγγραφή», Ευστ.)
αρχ.
1. νόθος, ανειλικρινής («τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσι», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) «παρέγγραπτος
νόθος παῖς».
Greek Monotonic
παρέγγραπτος: -ον, εγγεγραμμένος παράνομα, παρέγγραπτος πολίτης, νόθος πολίτης, σε Αισχίν.
Middle Liddell
παρ-έγγραπτος, ον,
illegally registered, π. πολίτης an intrusive citizen, Aeschin.