ρυπαρός: Difference between revisions
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
(36) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥυπαρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[βρομιά]], [[γεμάτος]] ρύπους, [[ακάθαρτος]], [[βρόμικος]] («ῥυπαρὸν [[εἴριον]]» — λιγδιασμένο [[μαλλί]], Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, [[ανήθικος]], [[αισχρός]] («ῥυπαροὶ | |mltxt=-ή, -ό / [[ῥυπαρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[βρομιά]], [[γεμάτος]] ρύπους, [[ακάθαρτος]], [[βρόμικος]] («ῥυπαρὸν [[εἴριον]]» — λιγδιασμένο [[μαλλί]], Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, [[ανήθικος]], [[αισχρός]] («ῥυπαροὶ πολῖται», Διον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγενής]], [[αγροίκος]]<br /><b>2.</b> (για [[νόμισμα]]) κατασκευασμένος από ευτελές [[μέταλλο]] ή από [[μίγμα]] αργύρου ή χρυσού («ἀργυρίου ῥυπαρὰς δραχμὰς [[τεσσαράκοντα]]», πάπ.)<br /><b>3.</b> (για [[σιτηρά]]) αυτός που δεν έχει λιχνιστεί («κριθὴ ῥυπαρά», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μικροπρεπής]] ή [[αισχροκερδής]] ή [[φιλάργυρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ρυπαρώς]] / [[ῥυπαρῶς]] ΝΜΑ, και <i>ρυπαρά</i> Ν<br />με ρυπαρό, ανήθικο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />με μικροπρεπή τρόπο, με [[δουλοπρέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ρύπος]]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἀκάθαρτος]]). Ἀπό τό ρύπος ([[ἀκαθαρσία]]), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: ρυπαίνω, ρύπανσις, ρύπασμα, ρυπαρία, ρυπάω (=εἶμαι βρόμικος), ρυπόω (=[[λερώνω]]), [[ρύπτω]] (=[[καθαρίζω]]). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:48, 6 February 2024
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥυπαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» — λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.)
2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῖται», Διον. Αλ.)
αρχ.
1. αγενής, αγροίκος
2. (για νόμισμα) κατασκευασμένος από ευτελές μέταλλο ή από μίγμα αργύρου ή χρυσού («ἀργυρίου ῥυπαρὰς δραχμὰς τεσσαράκοντα», πάπ.)
3. (για σιτηρά) αυτός που δεν έχει λιχνιστεί («κριθὴ ῥυπαρά», πάπ.)
4. μτφ. (για πρόσ.) μικροπρεπής ή αισχροκερδής ή φιλάργυρος.
επίρρ...
ρυπαρώς / ῥυπαρῶς ΝΜΑ, και ρυπαρά Ν
με ρυπαρό, ανήθικο τρόπο
αρχ.
με μικροπρεπή τρόπο, με δουλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρύπος].
Mantoulidis Etymological
(=ἀκάθαρτος). Ἀπό τό ρύπος (ἀκαθαρσία), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: ρυπαίνω, ρύπανσις, ρύπασμα, ρυπαρία, ρυπάω (=εἶμαι βρόμικος), ρυπόω (=λερώνω), ρύπτω (=καθαρίζω).