ἐπαράσσω: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "attic" to "Attic") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπαράσσω]] και ιων. τ. ἐπαράττω (Α)<br /><b>1.</b> [[κρούω]], [[χτυπώ]] ( | |mltxt=[[ἐπαράσσω]] και ιων. τ. ἐπαράττω (Α)<br /><b>1.</b> [[κρούω]], [[χτυπώ]] («ἀμφοῖν τοῖν χεροῖν τὴν θύραν [[πάνυ]] [[προθύμως]] ὡς οἷός τ' ἦν ἐπήραξε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιπίπτω]], [[ενσκήπτω]] ορμητικά («ἕως [[ἄνεμος]] ἐπαράσσει [[πολύς]], κῡμα ἐλαύνων», Συν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αράσσω]] «[[κτυπώ]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:51, 6 February 2024
English (LSJ)
Att. ἐπαράττω, dash or clap to, τὴν θύραν Pl.Prt. 314d, cf. Plu.Art.29; τὸν πῆχυν τῷ αὐχένι ὥσπερ μοχλόν Hld.10.31; ναρθήκια κατὰ τῶν ἰσχνῶν μορίων ἐ. strike rods against the thin parts, Gal.10.998.
German (Pape)
[Seite 904] darauf-, zuwerfen, ἀμφοῖν τοῖν χεροῖν τὴν θύραν ἐπήραξε Plat. Prot. 314 d; Plut. Artax. 29; – intr., darauf losstürmen, Synes.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπήραξα;
pousser violemment.
Étymologie: ἐπί, ἀράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰράσσω: атт. ἐπαράττω с силой ударять, захлопывать (τὴν θύραν Plat., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰράσσω: Ἀττ. -άττω, κτυπῶ, κρούω, τὴν θύραν Πλάτ. Πρωτ. 314D. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιπίπτω μεθ’ ὁρμῆς, ἕως ἄνεμος ἐπαράσσει πολὺς Συνέσ. 163Β.
English (Slater)
ἐπαράσσω dash, break τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς (v.l. ἀπάραξε, ἄραξε: sc.? Ἀνταῖον, i. e. against his own ribs) fr. 111. 4.
Greek Monolingual
ἐπαράσσω και ιων. τ. ἐπαράττω (Α)
1. κρούω, χτυπώ («ἀμφοῖν τοῖν χεροῖν τὴν θύραν πάνυ προθύμως ὡς οἷός τ' ἦν ἐπήραξε», Πλάτ.)
2. επιπίπτω, ενσκήπτω ορμητικά («ἕως ἄνεμος ἐπαράσσει πολύς, κῡμα ἐλαύνων», Συν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αράσσω «κτυπώ»].
Greek Monotonic
ἐπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κτυπώ, κρούω, θύραν, σε Πλάτ.
Middle Liddell
Attic -ττω fut. ξω
to dash to, θύραν Plat.