ἠεροφοῖτις: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἠεροφοῑτις, -οίτιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που περπατά στο [[σκοτάδι]] αθέατη («ἠεροφοῑτις Έρινύς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη [[σελήνη]]) αυτή που διαπερνά, που διασχίζει τον αέρα<br /><b>3.</b> αυτή που κινείται στον αέρα, που [[πετά]] στον αέρα ( | |mltxt=ἠεροφοῑτις, -οίτιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που περπατά στο [[σκοτάδι]] αθέατη («ἠεροφοῑτις Έρινύς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη [[σελήνη]]) αυτή που διαπερνά, που διασχίζει τον αέρα<br /><b>3.</b> αυτή που κινείται στον αέρα, που [[πετά]] στον αέρα («ἠεροφοῖτις [[μέλισσα]]», Ψ. Φωκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηερο</i>-, ιων. τ. του <i>αερο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>, [[πρβλ]]. ιων. γεν. <i>ηέρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φοίτις</i>, θηλ. του -[[φοίτης]] <span style="color: red;"><</span> [[φοιτώ]] ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>φοίτᾱ</i> ([[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>κοίτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:54, 6 February 2024
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A walking in darkness, coming unseen, Ἐρινύς Il.9.571, 19.87.
II air-traversing, of the moon, Orph.H.9.2; μέλισσα Ps.Phoc.171.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
1 qui habite les ténèbres;
2 qui traverse les airs.
Étymologie: ἀήρ, φοιτάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἠεροφοῖτις: -ιδος, ἡ, (φοιτάω) ἡ διερχομένη διὰ τοῦ σκότους, ἐρχομένη ἀφανής, ἀόρατος, ἡεροφ. Ἐρινὺς Ἰλ. Ι. 571, Τ. 87· ἐπὶ τῆς σελήνης, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 2.
English (Autenrieth)
(φοιτάω): walking in darkness; Ἐρῖνύς, Il. 9.571. (Il.)
Greek Monolingual
ἠεροφοῑτις, -οίτιδος, ἡ (Α)
1. αυτή που περπατά στο σκοτάδι αθέατη («ἠεροφοῑτις Έρινύς», Ομ. Ιλ.)
2. (για τη σελήνη) αυτή που διαπερνά, που διασχίζει τον αέρα
3. αυτή που κινείται στον αέρα, που πετά στον αέρα («ἠεροφοῖτις μέλισσα», Ψ. Φωκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. του αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -φοίτις, θηλ. του -φοίτης < φοιτώ ή, κατ' άλλη άποψη, < αμάρτυρο φοίτᾱ (πρβλ. α-κοίτης < κοίτη)].
Greek Monotonic
ἠεροφοῖτις: -ιδος, ἡ (φοιτάω), θηλ. επίθ., αυτή που περνά μέσα από το σκοτάδι, σε Ομήρ. Ιλ.