ὀτοτοῖ: Difference between revisions

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῑ (Α)<br />(επιφών. για πόνο, [[θλίψη]] <b>κ.λπ.</b>) ωχ!, αχ!<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το [[ὄτοβος]]].
|mltxt=ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῖ (Α)<br />(επιφών. για πόνο, [[θλίψη]] <b>κ.λπ.</b>) ωχ!, αχ!<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το [[ὄτοβος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:55, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτοτοῖ Medium diacritics: ὀτοτοῖ Low diacritics: οτοτοί Capitals: ΟΤΟΤΟΙ
Transliteration A: ototoî Transliteration B: ototoi Transliteration C: ototoi Beta Code: o)totoi=

English (LSJ)

(not ὀττοτοῖ, as freq. in codd.), an exclamation of pain and grief, ah! woe! A. Pers.918 (anap.), E.Or.1389, al.; doubled, Id.Andr.1197, etc.; also lengthened, ὀτοτοτοῖ A.Pers.268, al.; ὀτοτοτοτοῖ Id.Ag.1072; ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ cj. in S.El.1245; ὀττοτοτοτοτοῖ E. Tr. 1294; ὀττοτοττοτοῖ Id.Ion789.—Trag., only in lyr.

German (Pape)

[Seite 405] richtiger als ὀτοτοί, ein Schmerzensruf, θρηνῶδες ἐπίφθεγμα, Hesych., ach! weh! Aesch. Pers. 260 u. öfter, Ag. 1042 Ch. 156; ὀτοτοῖ τοτοῖ, Soph. El. 1257; Eur. Or. 1390 u. öfter; auch ὀττοτοτοῖ, Troad. 1787; Sp., πολὺ τὸ ὀττοτοῖ, Luc. Cont. 17.

French (Bailly abrégé)

non ὀττοτοῖ;
ὀτοτοτοῖ ESCHL ou ὀτοτοῖ τοτοῖ SOPH;
interj.
cri de douleur hélas ! hélas ! hélas !.

Russian (Dvoretsky)

ὀτοτοῖ: ὀτοτοτοῖ, ὀτοτοῖ τοτοῖ и ὀτοτοτοτοτοτοῖ interj. увы, увы!, о горе! Trag.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτοτοῖ: (οὐχὶ ὀττοτοῖ, ὡς συχνάκις ἐν Ἀντιγράφοις), ἐπιφώνημα ἄλγους καὶ θλίψεως, ἄχ, ὤχ! Τραγ.· διπλοῦν, Εὐρ. Ἀνδρ. 1197, κτλ.· ὡσαύτως ἐκτεταμ. ὀτοτοτοῖ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 268 κ. ἀλλ.· ὀτοτοτοῖ τοτοῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1072· ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ Σοφ. Ἠλ. 1245· ὀτοτοτοτοτοτοῖ Εὐρ. Τρῳ 1294, Ἴων 789.

Greek Monolingual

ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῖ (Α)
(επιφών. για πόνο, θλίψη κ.λπ.) ωχ!, αχ!
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το ὄτοβος].

Greek Monotonic

ὀτοτοῖ: επιφών. πόνου και λύπης, αχ! ωιμέ! στους Τραγ.· ομοίως, ὀτοτοτοῖ, σε Αισχύλ.· ὀτοτοτοῖ τοτοῖ, στον ίδ.· ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ· ὀτοτοτοτοτοτοῖ, σε Ευρ.

Middle Liddell


an exclamation of pain and grief, ah! woe! Trag.: so ὀτοτοτοῖ Aesch.; ὀτοτοτοῖ τοτοῖ Aesch.; ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ Soph.; ὀτοτοτοτοτοτοῖ Eur.