ταχύπτερος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tachypteros | |Transliteration C=tachypteros | ||
|Beta Code=taxu/pteros | |Beta Code=taxu/pteros | ||
|Definition=ταχύπτερον, [[swift winged]], πνοαί A.''Pr.''88. | |Definition=ταχύπτερον, [[swift winged]], πνοαί [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''88. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:07, 7 February 2024
English (LSJ)
ταχύπτερον, swift winged, πνοαί A.Pr.88.
German (Pape)
[Seite 1076] schnell fliegend, πνοαί, Aesch. Prom. 88.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux ailes rapides.
Étymologie: ταχύς, πτερόν.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύπτερος: быстрокрылый (πνοαί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύπτερος: -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας, μεταφ., ὁ ταχύς, ὦ δῖος αἰθὴρ καὶ ταχύπτεροι πνοαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 88.
Greek Monolingual
-η, -ο /ταχύπτερος,-ον, ΝΑ, και ταχύφτερος Ν
αυτός που κινεί τις φτερούγες του γρήγορα, που πετά γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ὠκύπτερος].
Greek Monotonic
τᾰχύπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει γρήγορα φτερά, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τᾰχύ-πτερος, ον, πτερόν
swift-winged, Aesch.