παλίμπλαγκτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(5)
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palimplagktos
|Transliteration C=palimplagktos
|Beta Code=pali/mplagktos
|Beta Code=pali/mplagktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">back-driven</b>, δρόμοι <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>838</span>.</span>
|Definition=παλίμπλαγκτον, [[back-driven]], δρόμοι [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''838.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] hin und wieder irrend, zurückkehrend, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, Aesch. Prom. 840.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] hin und wieder irrend, zurückkehrend, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, Aesch. Prom. 840.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πᾰλίμπλαγκτος''': -ον, [[ὀπίσω]] πλανώμενος, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, ὀπισθορμήτοις δρόμοις, Αἰσχύλ. Πρ. 838.
|btext=ος, ον :<br />[[qui erre en revenant sur ses pas]], [[errant]].<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πλάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παλίμπλαγκτος -ον &#91;[[πάλιν]], [[πλάζω]]] [[heen en weer zwervend]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />qui erre en revenant sur ses pas, errant.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πλάζω]].
|elrutext='''πᾰλίμπλαγκτος:''' блуждающий в обратном направлении, т. е. обратный (δρόμοι Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίμπλαγκτος:''' -ον, αυτός που περιπλανιέται πηγαίνοντας προς τα [[πίσω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πᾰλίμπλαγκτος:''' -ον, αυτός που περιπλανιέται πηγαίνοντας προς τα [[πίσω]], σε Αισχύλ.
}}
{{ls
|lstext='''πᾰλίμπλαγκτος''': -ον, ὁ [[ὀπίσω]] πλανώμενος, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, ὀπισθορμήτοις δρόμοις, Αἰσχύλ. Πρ. 838.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλίμ-πλαγκτος, ον,<br />[[back]]-[[wandering]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμπλαγκτος Medium diacritics: παλίμπλαγκτος Low diacritics: παλίμπλαγκτος Capitals: ΠΑΛΙΜΠΛΑΓΚΤΟΣ
Transliteration A: palímplanktos Transliteration B: palimplanktos Transliteration C: palimplagktos Beta Code: pali/mplagktos

English (LSJ)

παλίμπλαγκτον, back-driven, δρόμοι A.Pr.838.

German (Pape)

[Seite 448] hin und wieder irrend, zurückkehrend, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, Aesch. Prom. 840.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui erre en revenant sur ses pas, errant.
Étymologie: πάλιν, πλάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίμπλαγκτος -ον [πάλιν, πλάζω] heen en weer zwervend.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίμπλαγκτος: блуждающий в обратном направлении, т. е. обратный (δρόμοι Aesch.).

Greek Monolingual

παλίμπλαγκτος, -ον (Α) παλιμπλάζομαι
αυτός που οδηγεί προς τα πίσω ή αυτός που επιστρέφει πίσω («παλιμπλάγκτοισι δρόμοις», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πᾰλίμπλαγκτος: -ον, αυτός που περιπλανιέται πηγαίνοντας προς τα πίσω, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπλαγκτος: -ον, ὁ ὀπίσω πλανώμενος, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, ὀπισθορμήτοις δρόμοις, Αἰσχύλ. Πρ. 838.

Middle Liddell

πᾰλίμ-πλαγκτος, ον,
back-wandering, Aesch.