ὑψίκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsikrimnos
|Transliteration C=ypsikrimnos
|Beta Code=u(yi/krhmnos
|Beta Code=u(yi/krhmnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with high crags]], Μίμας <span class="bibl">Hom.<span class="title">Epigr.</span>6.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[built on a high crag]], πόλισμα <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>421</span> (lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>32</span>.</span>
|Definition=ὑψίκρημνον,<br><span class="bld">A</span> [[with high crags]], Μίμας Hom.''Epigr.''6.5.<br><span class="bld">II</span> [[built on a high crag]], πόλισμα [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''421 (lyr.), cf. ''Fr.''32.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[bâti sur une hauteur escarpée]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κρημνός]].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit hohen, steilen Abhängen</i>; Hom. <i>ep</i>. 6.5; [[πόλισμα]], Aesch. <i>Prom</i>. 419; Her. <i>vit.Hom</i>. 17.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίκρημνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[с высокими кручами]], [[обрывистый]] ([[Μίμας]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[расположенный на высокой скале]] ([[πόλισμα]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψίκρημνος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἐπὶ ὄρους, ὑπορείην ὑψικρήμνοιο Μίμαντος Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 6. 5· πρβλ. [[ὑψηλόκρημνος]]. ΙΙ. ἐπὶ [[πόλεων]], ᾠκοδομημένος ἐπὶ ὑψηλοῦ κρημνοῦ, [[πόλισμα]] Αἰσχύλ. Προμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 28.
|lstext='''ὑψίκρημνος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἐπὶ ὄρους, ὑπορείην ὑψικρήμνοιο Μίμαντος Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 6. 5· πρβλ. [[ὑψηλόκρημνος]]. ΙΙ. ἐπὶ [[πόλεων]], ᾠκοδομημένος ἐπὶ ὑψηλοῦ κρημνοῦ, [[πόλισμα]] Αἰσχύλ. Προμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 28.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bâti sur une hauteur escarpée.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κρημνός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίκρημνος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς· λέγεται για [[βουνό]], σε Επιγρ. Ομηρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πόλεις, χτισμένη, οικοδομημένη πάνω σε ψηλό γκρεμό, σε απόκρημνη [[περιοχή]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὑψίκρημνος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς· λέγεται για [[βουνό]], σε Επιγρ. Ομηρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πόλεις, χτισμένη, οικοδομημένη πάνω σε ψηλό γκρεμό, σε απόκρημνη [[περιοχή]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίκρημνος:'''<br /><b class="num">1)</b> с высокими кручами, обрывистый ([[Μίμας]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> расположенный на высокой скале ([[πόλισμα]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-κρημνος, ον,<br /><b class="num">I.</b> with [[high]] crags, of a [[mountain]], Hom. Epigram.<br /><b class="num">II.</b> of towns, built on a [[high]] [[crag]], Aesch.
|mdlsjtxt=ὑψί-κρημνος, ον,<br /><b class="num">I.</b> with [[high]] crags, of a [[mountain]], Hom. Epigram.<br /><b class="num">II.</b> of towns, built on a [[high]] [[crag]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐκρημνος Medium diacritics: ὑψίκρημνος Low diacritics: υψίκρημνος Capitals: ΥΨΙΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: hypsíkrēmnos Transliteration B: hypsikrēmnos Transliteration C: ypsikrimnos Beta Code: u(yi/krhmnos

English (LSJ)

ὑψίκρημνον,
A with high crags, Μίμας Hom.Epigr.6.5.
II built on a high crag, πόλισμα A.Pr.421 (lyr.), cf. Fr.32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti sur une hauteur escarpée.
Étymologie: ὕψι, κρημνός.

German (Pape)

mit hohen, steilen Abhängen; Hom. ep. 6.5; πόλισμα, Aesch. Prom. 419; Her. vit.Hom. 17.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίκρημνος:
1 с высокими кручами, обрывистый (Μίμας Hom.);
2 расположенный на высокой скале (πόλισμα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἐπὶ ὄρους, ὑπορείην ὑψικρήμνοιο Μίμαντος Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 6. 5· πρβλ. ὑψηλόκρημνος. ΙΙ. ἐπὶ πόλεων, ᾠκοδομημένος ἐπὶ ὑψηλοῦ κρημνοῦ, πόλισμα Αἰσχύλ. Προμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 28.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, απότομος
2. (για πόλη) ο χτισμένος πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρημνός «γκρεμός»].

Greek Monotonic

ὑψίκρημνος: -ον, I. αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς· λέγεται για βουνό, σε Επιγρ. Ομηρ.
II. λέγεται για πόλεις, χτισμένη, οικοδομημένη πάνω σε ψηλό γκρεμό, σε απόκρημνη περιοχή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὑψί-κρημνος, ον,
I. with high crags, of a mountain, Hom. Epigram.
II. of towns, built on a high crag, Aesch.