προγνωστικός: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " by Hp." to " by Hippocrates") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prognostikos | |Transliteration C=prognostikos | ||
|Beta Code=prognwstiko/s | |Beta Code=prognwstiko/s | ||
|Definition= | |Definition=προγνωστική, προγνωστικόν, [[foreknowing]], [[prescient]], δύναμις Ph.1.659, 2.164; μόριον… τῆς ψυχῆς Plu.2.433a; of persons, M.Ant.8.25; especially of astrologers, Vett.Val.37.28, al.: c. gen., π. τῆς κινήσεως τῶν νοσημάτων Gal.17(1).243: [[τὸ προγνωστικόν]] = [[a sign of the future]], [[prognostic]], Gp.1.2 tit.: [[προγνωστικόν]], τό, name of a treatise by [[Hippocrates]]; also title of work by [[Epicurus]], D.L.10.28; but [[προγνωστική]], ἡ, name of an [[antidote]], Damocr. ap. Gal.14.134. Adv. [[προγνωστικῶς]] = [[knowing first]], [[prognosticating]] ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0714.png Seite 714]] ή, όν, zum Vorherwissen, zum Voraussagen gehörig, Sp., wie Plut. de def. orac. 42; τὸ προγνωστικόν, Vorzeichen, Wahrzeichen der Zukunft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0714.png Seite 714]] ή, όν, zum Vorherwissen, zum Voraussagen gehörig, Sp., wie Plut. de def. orac. 42; τὸ προγνωστικόν, Vorzeichen, Wahrzeichen der Zukunft. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne la connaissance de ce qui doit arriver]].<br />'''Étymologie:''' [[προγιγνώσκω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προγνωστικός:''' [[предвидящий]], [[пророческий]] ([[μόριον]] ψυχῆς Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προγνωστικός''': -ή, -όν, ὁ προγνωρίζων, προαισθανόμενος, [[μόριον]] ψυχῆς Πλούτ. 2. 433 Α˙ μετὰ γεν., πρ. τῆς κινήσεως τῶν νοσημάτων Γαλην.˙ ― τὸ προγνωστικόν, [[σημεῖον]] συντελοῦν εἰς γνῶσιν ἢ εἰκασίαν τοῦ μέλλοντος, Γεωπ. 1. 2˙ προγνωστικά, τά, [[ὄνομα]] πραγματείας τινὸς τοῦ Ἱππ.˙ πρβλ. [[πρόγνωσις]]. ― Ἐπίρρ. προγνωστικῶς, διὰ προγνώσεως, Ὠριγέν. 776C, Ἀθαν. ΙΙ, 732Β. | |lstext='''προγνωστικός''': -ή, -όν, ὁ προγνωρίζων, προαισθανόμενος, [[μόριον]] ψυχῆς Πλούτ. 2. 433 Α˙ μετὰ γεν., πρ. τῆς κινήσεως τῶν νοσημάτων Γαλην.˙ ― τὸ προγνωστικόν, [[σημεῖον]] συντελοῦν εἰς γνῶσιν ἢ εἰκασίαν τοῦ μέλλοντος, Γεωπ. 1. 2˙ προγνωστικά, τά, [[ὄνομα]] πραγματείας τινὸς τοῦ Ἱππ.˙ πρβλ. [[πρόγνωσις]]. ― Ἐπίρρ. προγνωστικῶς, διὰ προγνώσεως, Ὠριγέν. 776C, Ἀθαν. ΙΙ, 732Β. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[προγνωστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόγνωση]] («προγνωστική [[δύναμις]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[ικανός]] να προβλέπει το [[μέλλον]], να προμαντεύει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προγνωστικό</i><br />α) η [[ιδιότητα]] ή η [[ικανότητα]] να προαισθάνεται ή να προμαντεύει [[κανείς]] [[κάτι]]<br />β) [[υποθετικός]] προκαθορισμός της πορείας μιας αρρώστιας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα προγνωστικά</i><br />[[πρόβλεψη]] που γίνεται βάσει ορισμένων δεδομένων (α. «προγνωστικά τών πολιτικών εξελίξεων» β. «προγνωστικά τών ιπποδρομιών»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[σημείο]] από το οποίο μπορεί να οδηγηθεί [[κανείς]] σε [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή προγνωστική</i><br />[[ονομασία]] αντιδότου<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Προγνωστικόν</i><br />α) [[τίτλος]] πραγματείας του Ιπποκράτους<br />β) [[τίτλος]] έργου του Επικούρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προγνωστικά</i> / <i>προγνωστικῶς</i>, ΝΜΑ<br />με [[πρόγνωση]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[προγνωστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόγνωση]] («προγνωστική [[δύναμις]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[ικανός]] να προβλέπει το [[μέλλον]], να προμαντεύει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προγνωστικό</i><br />α) η [[ιδιότητα]] ή η [[ικανότητα]] να προαισθάνεται ή να προμαντεύει [[κανείς]] [[κάτι]]<br />β) [[υποθετικός]] προκαθορισμός της πορείας μιας αρρώστιας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα προγνωστικά</i><br />[[πρόβλεψη]] που γίνεται βάσει ορισμένων δεδομένων (α. «προγνωστικά τών πολιτικών εξελίξεων» β. «προγνωστικά τών ιπποδρομιών»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[σημείο]] από το οποίο μπορεί να οδηγηθεί [[κανείς]] σε [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή προγνωστική</i><br />[[ονομασία]] αντιδότου<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Προγνωστικόν</i><br />α) [[τίτλος]] πραγματείας του Ιπποκράτους<br />β) [[τίτλος]] έργου του Επικούρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προγνωστικά</i> / <i>προγνωστικῶς</i>, ΝΜΑ<br />με [[πρόγνωση]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elmes | ||
| | |esmgtx=-όν I [[relativo al conocimiento previo]], [[al pronóstico del futuro]] de una práctica o fórmula προγνωστικὴ πρᾶξις πᾶσαν ἐνεργίαν <ἔχουσα> <b class="b3">práctica para pronosticar el futuro que tiene un poder completo</b> P III 283 λέγε καὶ πρὸς ἥλιον ... προγνωστικὸν λόγον <b class="b3">pronuncia también ante el sol la fórmula para conocer el futuro</b> P III 389 II subst. 1 ἡ π. [[investigación del futuro]] τέλει τὴν προγνωστικὴν τρανὴς τῇ ὁμιλίᾳ, μέχρι οὗ θέλεις <b class="b3">realiza la investigación del futuro claramente, en unión con él, hasta que tú quieras</b> P III 194 2 τό π. [[medio para pronosticar]] προγνωστικὸν ζωῆς καὶ θανάτου <b class="b3">medio para pronosticar vida y muerte</b> P XII 351 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:53, 10 February 2024
English (LSJ)
προγνωστική, προγνωστικόν, foreknowing, prescient, δύναμις Ph.1.659, 2.164; μόριον… τῆς ψυχῆς Plu.2.433a; of persons, M.Ant.8.25; especially of astrologers, Vett.Val.37.28, al.: c. gen., π. τῆς κινήσεως τῶν νοσημάτων Gal.17(1).243: τὸ προγνωστικόν = a sign of the future, prognostic, Gp.1.2 tit.: προγνωστικόν, τό, name of a treatise by Hippocrates; also title of work by Epicurus, D.L.10.28; but προγνωστική, ἡ, name of an antidote, Damocr. ap. Gal.14.134. Adv. προγνωστικῶς = knowing first, prognosticating Glossaria.
German (Pape)
[Seite 714] ή, όν, zum Vorherwissen, zum Voraussagen gehörig, Sp., wie Plut. de def. orac. 42; τὸ προγνωστικόν, Vorzeichen, Wahrzeichen der Zukunft.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la connaissance de ce qui doit arriver.
Étymologie: προγιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
προγνωστικός: предвидящий, пророческий (μόριον ψυχῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προγνωστικός: -ή, -όν, ὁ προγνωρίζων, προαισθανόμενος, μόριον ψυχῆς Πλούτ. 2. 433 Α˙ μετὰ γεν., πρ. τῆς κινήσεως τῶν νοσημάτων Γαλην.˙ ― τὸ προγνωστικόν, σημεῖον συντελοῦν εἰς γνῶσιν ἢ εἰκασίαν τοῦ μέλλοντος, Γεωπ. 1. 2˙ προγνωστικά, τά, ὄνομα πραγματείας τινὸς τοῦ Ἱππ.˙ πρβλ. πρόγνωσις. ― Ἐπίρρ. προγνωστικῶς, διὰ προγνώσεως, Ὠριγέν. 776C, Ἀθαν. ΙΙ, 732Β.
Spanish
relativo al conocimiento previo, al pronóstico del futuro, investigación del futuro, medio para pronosticar
Greek Monolingual
-ή, -ό / προγνωστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προγιγνώσκω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόγνωση («προγνωστική δύναμις», Φίλ.)
2. (για πρόσ.) ο ικανός να προβλέπει το μέλλον, να προμαντεύει
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το προγνωστικό
α) η ιδιότητα ή η ικανότητα να προαισθάνεται ή να προμαντεύει κανείς κάτι
β) υποθετικός προκαθορισμός της πορείας μιας αρρώστιας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προγνωστικά
πρόβλεψη που γίνεται βάσει ορισμένων δεδομένων (α. «προγνωστικά τών πολιτικών εξελίξεων» β. «προγνωστικά τών ιπποδρομιών»)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. σημείο από το οποίο μπορεί να οδηγηθεί κανείς σε πρόβλεψη του μέλλοντος
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ή προγνωστική
ονομασία αντιδότου
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Προγνωστικόν
α) τίτλος πραγματείας του Ιπποκράτους
β) τίτλος έργου του Επικούρου.
επίρρ...
προγνωστικά / προγνωστικῶς, ΝΜΑ
με πρόγνωση.
Léxico de magia
-όν I relativo al conocimiento previo, al pronóstico del futuro de una práctica o fórmula προγνωστικὴ πρᾶξις πᾶσαν ἐνεργίαν <ἔχουσα> práctica para pronosticar el futuro que tiene un poder completo P III 283 λέγε καὶ πρὸς ἥλιον ... προγνωστικὸν λόγον pronuncia también ante el sol la fórmula para conocer el futuro P III 389 II subst. 1 ἡ π. investigación del futuro τέλει τὴν προγνωστικὴν τρανὴς τῇ ὁμιλίᾳ, μέχρι οὗ θέλεις realiza la investigación del futuro claramente, en unión con él, hasta que tú quieras P III 194 2 τό π. medio para pronosticar προγνωστικὸν ζωῆς καὶ θανάτου medio para pronosticar vida y muerte P XII 351