προγνωστικός
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
προγνωστική, προγνωστικόν, foreknowing, prescient, δύναμις Ph.1.659, 2.164; μόριον… τῆς ψυχῆς Plu.2.433a; of persons, M.Ant.8.25; especially of astrologers, Vett.Val.37.28, al.: c. gen., π. τῆς κινήσεως τῶν νοσημάτων Gal.17(1).243: τὸ προγνωστικόν = a sign of the future, prognostic, Gp.1.2 tit.: προγνωστικόν, τό, name of a treatise by Hippocrates; also title of work by Epicurus, D.L.10.28; but προγνωστική, ἡ, name of an antidote, Damocr. ap. Gal.14.134. Adv. προγνωστικῶς = knowing first, prognosticating Glossaria.
German (Pape)
[Seite 714] ή, όν, zum Vorherwissen, zum Voraussagen gehörig, Sp., wie Plut. de def. orac. 42; τὸ προγνωστικόν, Vorzeichen, Wahrzeichen der Zukunft.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la connaissance de ce qui doit arriver.
Étymologie: προγιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
προγνωστικός: предвидящий, пророческий (μόριον ψυχῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προγνωστικός: -ή, -όν, ὁ προγνωρίζων, προαισθανόμενος, μόριον ψυχῆς Πλούτ. 2. 433 Α˙ μετὰ γεν., πρ. τῆς κινήσεως τῶν νοσημάτων Γαλην.˙ ― τὸ προγνωστικόν, σημεῖον συντελοῦν εἰς γνῶσιν ἢ εἰκασίαν τοῦ μέλλοντος, Γεωπ. 1. 2˙ προγνωστικά, τά, ὄνομα πραγματείας τινὸς τοῦ Ἱππ.˙ πρβλ. πρόγνωσις. ― Ἐπίρρ. προγνωστικῶς, διὰ προγνώσεως, Ὠριγέν. 776C, Ἀθαν. ΙΙ, 732Β.
Spanish
relativo al conocimiento previo, al pronóstico del futuro, investigación del futuro, medio para pronosticar
Greek Monolingual
-ή, -ό / προγνωστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προγιγνώσκω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόγνωση («προγνωστική δύναμις», Φίλ.)
2. (για πρόσ.) ο ικανός να προβλέπει το μέλλον, να προμαντεύει
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το προγνωστικό
α) η ιδιότητα ή η ικανότητα να προαισθάνεται ή να προμαντεύει κανείς κάτι
β) υποθετικός προκαθορισμός της πορείας μιας αρρώστιας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προγνωστικά
πρόβλεψη που γίνεται βάσει ορισμένων δεδομένων (α. «προγνωστικά τών πολιτικών εξελίξεων» β. «προγνωστικά τών ιπποδρομιών»)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. σημείο από το οποίο μπορεί να οδηγηθεί κανείς σε πρόβλεψη του μέλλοντος
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ή προγνωστική
ονομασία αντιδότου
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Προγνωστικόν
α) τίτλος πραγματείας του Ιπποκράτους
β) τίτλος έργου του Επικούρου.
επίρρ...
προγνωστικά / προγνωστικῶς, ΝΜΑ
με πρόγνωση.
Léxico de magia
-όν I relativo al conocimiento previo, al pronóstico del futuro de una práctica o fórmula προγνωστικὴ πρᾶξις πᾶσαν ἐνεργίαν <ἔχουσα> práctica para pronosticar el futuro que tiene un poder completo P III 283 λέγε καὶ πρὸς ἥλιον ... προγνωστικὸν λόγον pronuncia también ante el sol la fórmula para conocer el futuro P III 389 II subst. 1 ἡ π. investigación del futuro τέλει τὴν προγνωστικὴν τρανὴς τῇ ὁμιλίᾳ, μέχρι οὗ θέλεις realiza la investigación del futuro claramente, en unión con él, hasta que tú quieras P III 194 2 τό π. medio para pronosticar προγνωστικὸν ζωῆς καὶ θανάτου medio para pronosticar vida y muerte P XII 351