ἀμπίσχομαι: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμπίσχομαι:''' [[ἀμπίσχω]], βλ. [[ἀμπέχω]]. | |lsmtext='''ἀμπίσχομαι:''' [[ἀμπίσχω]], βλ. [[ἀμπέχω]]: περιτυλίγομαι, φορώ, <i>χλαίνας οὐκ ἀμπισχνοῦνται</i>, στον ίδ.· <i>[[ἀμπισχόμενος]]</i>, τυλιγμένος με το [[μανδύα]] [[σου]], στον ίδ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 12 February 2024
Middle Liddell
Mid. to put round oneself, to wear, χλαίνας οὐκ ἀμπισχοῦνται Ar.; ἀμπισχόμενος with your cloak round you, Ar.
French (Bailly abrégé)
Moy. ἀμπέχομαι (impf. ἠμπειχόμην, f. ἀμφέχομαι, ao.2 ἠμπεσχόμην) s'envelopper, se vêtir de, acc..
Étymologie: ἀμπί, éol. c. ἀμφί, ἔχω, ἀμπίσχω, ἀμπέχω.
Greek Monotonic
ἀμπίσχομαι: ἀμπίσχω, βλ. ἀμπέχω: περιτυλίγομαι, φορώ, χλαίνας οὐκ ἀμπισχνοῦνται, στον ίδ.· ἀμπισχόμενος, τυλιγμένος με το μανδύα σου, στον ίδ.