ὑποφῆτις: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_10) |
mNo edit summary |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypofitis | |Transliteration C=ypofitis | ||
|Beta Code=u(po/fhtis | |Beta Code=u(po/fhtis | ||
|Definition=(properisp.), ἡ, fem. of | |Definition=(properisp.), ἡ, fem. of [[ὑποφήτης]], [[Ἀφροδίτης]] (of Phryne) Ath.13.590e; Ἐνυαλίοιο καὶ Εἰράνας ὑποφᾶτιν.. σάλπιγγα ''AP''6.46 (Antip. Sid.):—<b class="b3">διᾱβολιᾶν ὑποφάτιες</b> prob. [[purveyors]] of slander (= <b class="b3">ἑρμηνευταὶ καὶ διάβολοι</b> Sch.), perhaps in reference to the [[ποταγωγίδες]] of Hiero, Pi.''P.''2.76: [[varia lectio|v.l.]] [[ὑποφάντιες]] (lemma in Sch.''E''), which might be taken as [[suggestions]] (Dor. for [[Υποφάνσεις]]). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, fem. von [[ὑποφήτης]], Ath. 590e. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποφῆτις:''' ιδος ἡ [[прорицательница]], [[жрица]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποφῆτις''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ὑποφήτης]], Ἀθήν. 590Ε· Ἐνυαλίοιο καὶ Εἰράνας ὑποφᾶτιν... σάλπιγγα Ἀνθ. Π. 6. 46. ― Ἐν Πινδ. Π. 2. 140 (76) ὁ Herm. ἑρμηνεύει τὸ διαβολιᾶν ὑποφάτιες ὡς = ποταγωγίδες, δηλ. αἱ προσάγουσαι τὰς διαβολάς· ἀλλ’ ὁ Böckh προτείνει τὴν διόρθωσιν ὑποφαύτιες, Αἰολ. ἀντὶ ὑποφάσεις, ὁ δὲ Bgk. ὑποφάντιες, Δωρ. ἀντὶ ὑποφάνσεις, ὑπομνήσεις, ὑποδηλώσεις, ὑπαινιγμοί. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196. | |lstext='''ὑποφῆτις''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ὑποφήτης]], Ἀθήν. 590Ε· Ἐνυαλίοιο καὶ Εἰράνας ὑποφᾶτιν... σάλπιγγα Ἀνθ. Π. 6. 46. ― Ἐν Πινδ. Π. 2. 140 (76) ὁ Herm. ἑρμηνεύει τὸ διαβολιᾶν ὑποφάτιες ὡς = ποταγωγίδες, δηλ. αἱ προσάγουσαι τὰς διαβολάς· ἀλλ’ ὁ Böckh προτείνει τὴν διόρθωσιν ὑποφαύτιες, Αἰολ. ἀντὶ ὑποφάσεις, ὁ δὲ Bgk. ὑποφάντιες, Δωρ. ἀντὶ ὑποφάνσεις, ὑπομνήσεις, ὑποδηλώσεις, ὑπαινιγμοί. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήτιδος, ἡ, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, -άτιδος, Α<br /><b>βλ.</b> [[ὑποφήτης]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποφῆτις:''' Δωρ. -φᾶτις, ἡ, θηλ. του [[ὑποφήτης]], σε Πίνδ., Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπο-φῆτις, δοριξ -φᾶτις, ιος, ἡ, [fem. of [[ὑποφήτης]], Pind., Anth.] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[priestess]]=== | |||
Armenian: քրմուհի; Belarusian: жрыца, святарка, свяшчэннiца; Bulgarian: жрица, свещеничка; Catalan: sacerdotessa; Chinese Mandarin: 女教士, 女祭司; Czech: kněžka; Danish: præstinde; Dutch: [[priesteres]], [[priesterin]]; Esperanto: pastrino; Finnish: papitar; French: [[prêtresse]]; German: [[Priesterin]]; Greek: [[ιέρεια]]; Ancient Greek: [[ἀγορᾶχος]], [[ἀμφίπολος]], [[ἀρήτειρα]], [[ἀρχείνη]], [[ἀρχεῖτις]], [[ἀρχηΐς]], [[ἀρχίνη]], [[βωμίστρια]], [[θεάγισσα]], [[θυηπόλος]], [[ἱαρέα]], [[ἱάρεα]], [[ἱεραφάντρια]], [[ἱερέη]], [[ἱέρεια]], [[ἱερηίς]], [[ἱερηΐς]], [[ἱερία]], [[ἱερίς]], [[ἱέρισσα]], [[ἱεροφάντις]], [[ἱεροφάντρια]], [[ἱρέα]], [[ἱρείη]], [[ἱρηίη]], [[ἱρηΐη]], [[ἱρήτειρα]], [[ἱροπόλος]], [[κλειδοῦχος]], [[λήτειρα]], [[μέλισσα]], [[μελισσονόμος]], [[μέλιττα]], [[μελιττονόμος]], [[σφάκτρια]], [[τελέστρια]], [[ὑποφῆτις]], [[φαυοφόρος]]; Hungarian: papnő; Irish: bansagart; Italian: [[sacerdotessa]]; Japanese: 女祭司, 女教士; Korean: 여자 사제(女子司祭); Latin: [[sacerdos]], [[sacerdotessa]], [[antistita]]; Latvian: priesteriene; Macedonian: свештеничка; Nahuatl Classical: cihuatlamacazqui; Norwegian Bokmål: prestinne; Nynorsk: prestinne; Polish: kapłanka; Portuguese: [[sacerdotisa]]; Romanian: preoteasă; Russian: [[священница]], [[жрица]], [[попадья]]; Slovak: kňažka; Slovene: svečenica; Spanish: [[sacerdotisa]]; Swedish: prästinna; Turkish: rahibe; Ugaritic: 𐎋𐎅𐎐𐎚; Ukrainian: священиця, жриця; West Frisian: preesteresse, prysteresse | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:08, 13 February 2024
English (LSJ)
(properisp.), ἡ, fem. of ὑποφήτης, Ἀφροδίτης (of Phryne) Ath.13.590e; Ἐνυαλίοιο καὶ Εἰράνας ὑποφᾶτιν.. σάλπιγγα AP6.46 (Antip. Sid.):—διᾱβολιᾶν ὑποφάτιες prob. purveyors of slander (= ἑρμηνευταὶ καὶ διάβολοι Sch.), perhaps in reference to the ποταγωγίδες of Hiero, Pi.P.2.76: v.l. ὑποφάντιες (lemma in Sch.E), which might be taken as suggestions (Dor. for Υποφάνσεις).
German (Pape)
ἡ, fem. von ὑποφήτης, Ath. 590e.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφῆτις: ιδος ἡ прорицательница, жрица Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφῆτις: ἡ, θηλ. τοῦ ὑποφήτης, Ἀθήν. 590Ε· Ἐνυαλίοιο καὶ Εἰράνας ὑποφᾶτιν... σάλπιγγα Ἀνθ. Π. 6. 46. ― Ἐν Πινδ. Π. 2. 140 (76) ὁ Herm. ἑρμηνεύει τὸ διαβολιᾶν ὑποφάτιες ὡς = ποταγωγίδες, δηλ. αἱ προσάγουσαι τὰς διαβολάς· ἀλλ’ ὁ Böckh προτείνει τὴν διόρθωσιν ὑποφαύτιες, Αἰολ. ἀντὶ ὑποφάσεις, ὁ δὲ Bgk. ὑποφάντιες, Δωρ. ἀντὶ ὑποφάνσεις, ὑπομνήσεις, ὑποδηλώσεις, ὑπαινιγμοί. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
Greek Monolingual
-ήτιδος, ἡ, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, -άτιδος, Α
βλ. ὑποφήτης.
Greek Monotonic
ὑποφῆτις: Δωρ. -φᾶτις, ἡ, θηλ. του ὑποφήτης, σε Πίνδ., Ανθ.
Middle Liddell
ὑπο-φῆτις, δοριξ -φᾶτις, ιος, ἡ, [fem. of ὑποφήτης, Pind., Anth.]
Translations
priestess
Armenian: քրմուհի; Belarusian: жрыца, святарка, свяшчэннiца; Bulgarian: жрица, свещеничка; Catalan: sacerdotessa; Chinese Mandarin: 女教士, 女祭司; Czech: kněžka; Danish: præstinde; Dutch: priesteres, priesterin; Esperanto: pastrino; Finnish: papitar; French: prêtresse; German: Priesterin; Greek: ιέρεια; Ancient Greek: ἀγορᾶχος, ἀμφίπολος, ἀρήτειρα, ἀρχείνη, ἀρχεῖτις, ἀρχηΐς, ἀρχίνη, βωμίστρια, θεάγισσα, θυηπόλος, ἱαρέα, ἱάρεα, ἱεραφάντρια, ἱερέη, ἱέρεια, ἱερηίς, ἱερηΐς, ἱερία, ἱερίς, ἱέρισσα, ἱεροφάντις, ἱεροφάντρια, ἱρέα, ἱρείη, ἱρηίη, ἱρηΐη, ἱρήτειρα, ἱροπόλος, κλειδοῦχος, λήτειρα, μέλισσα, μελισσονόμος, μέλιττα, μελιττονόμος, σφάκτρια, τελέστρια, ὑποφῆτις, φαυοφόρος; Hungarian: papnő; Irish: bansagart; Italian: sacerdotessa; Japanese: 女祭司, 女教士; Korean: 여자 사제(女子司祭); Latin: sacerdos, sacerdotessa, antistita; Latvian: priesteriene; Macedonian: свештеничка; Nahuatl Classical: cihuatlamacazqui; Norwegian Bokmål: prestinne; Nynorsk: prestinne; Polish: kapłanka; Portuguese: sacerdotisa; Romanian: preoteasă; Russian: священница, жрица, попадья; Slovak: kňažka; Slovene: svečenica; Spanish: sacerdotisa; Swedish: prästinna; Turkish: rahibe; Ugaritic: 𐎋𐎅𐎐𐎚; Ukrainian: священиця, жриця; West Frisian: preesteresse, prysteresse