προσαναδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)δίδωμι" to "Full diacritics=$1δῐ́δωμι")
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=προσαναδίδωμι
|Full diacritics=προσαναδῐ́δωμι
|Medium diacritics=προσαναδίδωμι
|Medium diacritics=προσαναδίδωμι
|Low diacritics=προσαναδίδωμι
|Low diacritics=προσαναδίδωμι

Revision as of 16:22, 15 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναδῐ́δωμι Medium diacritics: προσαναδίδωμι Low diacritics: προσαναδίδωμι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: prosanadídōmi Transliteration B: prosanadidōmi Transliteration C: prosanadidomi Beta Code: prosanadi/dwmi

English (LSJ)

distribute or give out besides, Plb. 10.14.3; τινὶ τὴν ἀσπίδα Plu.2.241f.

German (Pape)

[Seite 749] (s. δίδωμι), dazu od. dabei in die Höhe geben, hinausreichen, Sp.; dazu vertheilen, Pol. 10, 14, 3.

French (Bailly abrégé)

f. προσαναδώσω, ao. προσανέδωκα, etc.
présenter en outre, remettre.
Étymologie: πρός, ἀναδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

προσαναδίδωμι:
1 передавать, вручать (τινι τὴν ἀσπίδα Plut.);
2 (дополнительно), раздавать (τι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προσαναδίδωμι: δίδω ἢ διανέμω προσέτι, προσανέδωκε κλίμακας πλείους τῶν πρότερον Πολύβ. 10. 14, 3, Πλούτ. 2. 241F.

Greek Monolingual

Α
δίνω ή μοιράζω σε κάποιον κάτι επιπροσθέτως ή κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναδίδωμι «διανέμω ολόγυρα, διαμοιράζω»].