πολυπενθής: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polypenthis | |Transliteration C=polypenthis | ||
|Beta Code=polupenqh/s | |Beta Code=polupenqh/s | ||
|Definition= | |Definition=πολυπενθές, [[much-mourning]], ἀλκυών Il.9.563, cf. Od.14.386; θυμός 23.15; of events, [[very lamentable]], π. μόρος [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''547 (anap.): Sup. πολυπενθέστατος Plu.2.114f. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πολυπενθής -ές [[[πολύς]], [[πένθος]]] [[veel treurend]]:. πολυπενθέα θυμὸν ἔχειν diepbedroefd zijn Od. 23.15. beklagenswaardig:. μόρος het beklagenswaardige lot Aeschl. Pers. 547. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «γέρον πολυπενθές», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα) [[πολυθρήνητος]] («[[μόρον]] τῶν οἰχομένων... πολυπενθῆ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πένθος]]), | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «γέρον πολυπενθές», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα) [[πολυθρήνητος]] («[[μόρον]] τῶν οἰχομένων... πολυπενθῆ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πένθος]]), [[πρβλ]]. [[αβροπενθής]], [[βαρυπενθής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:31, 17 February 2024
English (LSJ)
πολυπενθές, much-mourning, ἀλκυών Il.9.563, cf. Od.14.386; θυμός 23.15; of events, very lamentable, π. μόρος A.Pers.547 (anap.): Sup. πολυπενθέστατος Plu.2.114f.
German (Pape)
[Seite 668] ές, viel od. sehr trauernd; ἀλκυών, Il. 9, 563; voc. πολυπενθές Od. 14, 386; πολυπενθέα θυμὸν ἔχειν, 23, 15; leiden-, trauerreich, μόρος, Aesch. Pers. 539; auch Plut., πολυπενθέστατοι, neben βαρυλυπότατοι, Cons. ad Apoll. p. 351; – sehr betrauert, Maneth. 6, 166.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui cause une grande douleur;
2 lamentable;
Sp. πολυπενθέστατος.
Étymologie: πολύς, πένθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπενθής -ές [πολύς, πένθος] veel treurend:. πολυπενθέα θυμὸν ἔχειν diepbedroefd zijn Od. 23.15. beklagenswaardig:. μόρος het beklagenswaardige lot Aeschl. Pers. 547.
Russian (Dvoretsky)
πολυπενθής:
1 глубоко опечаленный, удрученный горем, скорбящий (ἀλκυών, θυμός Hom.);
2 весьма тяжелый, мучительный (μόρος Aesch.).
English (Autenrieth)
ές: much-mourning, deeply mournful, Il. 9.563, Od. 23.15.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», Ομ. Ιλ.
β. «γέρον πολυπενθές», Ομ. Οδ.
γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», Ομ. Οδ.)
2. (για γεγονότα) πολυθρήνητος («μόρον τῶν οἰχομένων... πολυπενθῆ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πενθής (< πένθος), πρβλ. αβροπενθής, βαρυπενθής].
Greek Monotonic
πολῠπενθής: -ές (πένθος), αυτός που έχει μεγάλο πένθος, εξαιρετικά θλιμμένος, σε Όμηρ., Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπενθής: -ές, ὁ πολὺ πενθῶν, ὁ πολλὰς λύπας ἐν ἑαυτῷ ἔχων, πολυπαθής, ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶτον ἔχουσα Ἰλ. Ι. 563· γέρον πολυπενθὲς Ὀδ. Ξ. 386· πολυπενθέα θυμὸν Ψ. 15· ἐπὶ γεγονότων, π. μόρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 547· ― Ὑπερθ. -έστατος Πλούτ. 2. 114F.
Middle Liddell
πολῠ-πενθής, ές πένθος
much-mourning, exceeding mournful, Hom., Aesch.