ἐπάνθημα: Difference between revisions
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
(b) |
m (Text replacement - "Blüthe" to "Blüte") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epanthima | |Transliteration C=epanthima | ||
|Beta Code=e)pa/nqhma | |Beta Code=e)pa/nqhma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[efflorescence]], [γέλως] ὥσπερ τι ἐ. ὑπάρχων Iamb.''Protr.''21.κσ; [[fine flower]], Id.''in Nic.''p.39 P., al.; <b class="b3">ἀριθμῶν ἑκάστου ἐπανθήματα</b> [[special virtues]], ib.p.118 P. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0902.png Seite 902]] τό, die | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0902.png Seite 902]] τό, die Blüte, das Vorzüglichste, Iambl. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπάνθημα''': τό, = [[ἐπάνθισμα]], τὸ ἐξαίρετον [[μέρος]] πράγματός τινος, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. Ἀρ. 53C. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἐπάνθημα]]) [[επανθώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> [[λεπτό]] [[απόθεμα]] ορυκτής ουσίας [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] πετρώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που βρίσκεται στην [[επιφάνεια]] σαν [[άνθος]], το καλύτερο [[μέρος]] ενός πράγματος, ο [[ανθός]], το [[κόσμημα]] («[[γέλως]] [[ὥσπερ]] τι [[ἐπάνθημα]] ὑπάρχων», Ιάμβλ.)<br /><b>2.</b> [[λεπτό]] [[λουλούδι]]<br /><b>3.</b> <b>(μάθηματ.)</b> <i>τὰ ἐπανθήματα</i><br />οι ιδιότητες των αριθμών. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:42, 17 February 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, efflorescence, [γέλως] ὥσπερ τι ἐ. ὑπάρχων Iamb.Protr.21.κσ; fine flower, Id.in Nic.p.39 P., al.; ἀριθμῶν ἑκάστου ἐπανθήματα special virtues, ib.p.118 P.
German (Pape)
[Seite 902] τό, die Blüte, das Vorzüglichste, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάνθημα: τό, = ἐπάνθισμα, τὸ ἐξαίρετον μέρος πράγματός τινος, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. Ἀρ. 53C.
Greek Monolingual
το (Α ἐπάνθημα) επανθώ
νεοελλ.
(ορυκτ.) λεπτό απόθεμα ορυκτής ουσίας πάνω στην επιφάνεια πετρώματος
αρχ.
1. αυτό που βρίσκεται στην επιφάνεια σαν άνθος, το καλύτερο μέρος ενός πράγματος, ο ανθός, το κόσμημα («γέλως ὥσπερ τι ἐπάνθημα ὑπάρχων», Ιάμβλ.)
2. λεπτό λουλούδι
3. (μάθηματ.) τὰ ἐπανθήματα
οι ιδιότητες των αριθμών.