γδοῦπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gdoypos
|Transliteration C=gdoypos
|Beta Code=gdou=pos
|Beta Code=gdou=pos
|Definition=γδουπέω, ''poet.'' forms for [[δοῦπος]] ([[heavy sound]], [[thud]]), [[δουπέω]] (esp. in compds., e.g. [[ἐρίγδουπος]], [[ἐριγδουπέω]]), ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45.
|Definition=''poet.'' form for [[δοῦπος]] ([[heavy sound]], [[thud]]), [[δουπέω]] (esp. in compds., e.g. [[ἐρίγδουπος]], [[ἐριγδουπέω]]), ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM γδοῦπος)<br />[[βαρύς]], [[υπόκωφος]] [[χτύπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. του [[δούπος]]. Το αρχικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>γδ</i>- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό ([[πρβλ]]. [[κτυπώ]], [[κτύπος]]: [[τύπος]]). Μικρός [[είναι]] ο [[αριθμός]] τών συνθέτων σε -<i>γδουπος</i> [[έναντι]] εκείνων σε -<i>δουπος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό: -<i>γδουπος</i>) [[βαρύγδουπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλίγδουπος]], [[ερίγδουπος]], [[μασίγδουπος]], [[μελίγδουπος]].
|mltxt=ο (AM γδοῦπος)<br />[[βαρύς]], [[υπόκωφος]] [[χτύπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. του [[δούπος]]. Το αρχικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>γδ</i>- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό ([[πρβλ]]. [[κτυπώ]], [[κτύπος]]: [[τύπος]]). Μικρός [[είναι]] ο [[αριθμός]] τών συνθέτων σε -<i>γδουπος</i> [[έναντι]] εκείνων σε -<i>δουπος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό: -<i>γδουπος</i>) [[βαρύγδουπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλίγδουπος]], [[ερίγδουπος]], [[μασίγδουπος]], [[μελίγδουπος]].
}}
{{trml
|trtx====[[thud]]===
Bulgarian: приглушен звук от падане; Czech: žuch, žuchnutí, zadunění, bouchnutí; Danish: bump; Finnish: tömähdys, jysähdys, mätkähdys, jymähdys; French: [[martèlement]]; German: [[Bollern]], [[dumpfer Knall]]; Greek: [[γδούπος]]; Ancient Greek: [[δοῦπος]], [[γδοῦπος]]; Icelandic: dynkur; Irish: tuairt, trost; Italian: [[tonfo]]; Macedonian: тап звук, тресок; Malagasy: ngodongodona; Malay Jawi: ⁧دبق⁩ / ⁧لبق⁩; Rumi: debak / lebak; Maori: ngahoa, takuru; Occitan: bomb, bombe; Polish: łup, łubudu, tąpnięcie, łomot; Portuguese: [[baque]]; Romanian: bufnitură; Russian: [[глухой звук]]; Serbo-Croatian: mukao zvuk; Spanish: [[golpe sordo]]; Swedish: duns; Turkish: güm, pat; Vietnamese: ịch
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 22 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γδοῦπος Medium diacritics: γδοῦπος Low diacritics: γδούπος Capitals: ΓΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: gdoûpos Transliteration B: gdoupos Transliteration C: gdoypos Beta Code: gdou=pos

English (LSJ)

poet. form for δοῦπος (heavy sound, thud), δουπέω (esp. in compds., e.g. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω), ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45.

German (Pape)

p. = δοῦπος, in Zusammensetzungen, vgl. ἐρίγδουπος; Tmesis Il. 11.45 ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διὰ τὸ μέτρον παράκειται τό γ· τὸν δὲ δοῦπον οὐκ ἂν εἴποι γδοῦπον.

French (Bailly abrégé)

v. δοῦπος (bruit sourd, bruit sonore).

Russian (Dvoretsky)

δοῦπος: ὁ шум, грохот, гул Hom., Hes., Trag., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

γδοῦπος: γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ δοῦπος, δουπέω (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω), ἐπὶ δ’ ἐγδούπησαν Ἰλ. Λ. 45.

Greek Monolingual

ο (AM γδοῦπος)
βαρύς, υπόκωφος χτύπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. του δούπος. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε -γδουπος έναντι εκείνων σε -δουπος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό: -γδουπος) βαρύγδουπος
αρχ.
αλίγδουπος, ερίγδουπος, μασίγδουπος, μελίγδουπος.

Translations

thud

Bulgarian: приглушен звук от падане; Czech: žuch, žuchnutí, zadunění, bouchnutí; Danish: bump; Finnish: tömähdys, jysähdys, mätkähdys, jymähdys; French: martèlement; German: Bollern, dumpfer Knall; Greek: γδούπος; Ancient Greek: δοῦπος, γδοῦπος; Icelandic: dynkur; Irish: tuairt, trost; Italian: tonfo; Macedonian: тап звук, тресок; Malagasy: ngodongodona; Malay Jawi: ⁧دبق⁩ / ⁧لبق⁩; Rumi: debak / lebak; Maori: ngahoa, takuru; Occitan: bomb, bombe; Polish: łup, łubudu, tąpnięcie, łomot; Portuguese: baque; Romanian: bufnitură; Russian: глухой звук; Serbo-Croatian: mukao zvuk; Spanish: golpe sordo; Swedish: duns; Turkish: güm, pat; Vietnamese: ịch