ὑλοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(Bailly1_5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)βάτης" to "Full diacritics=$1βᾰ́της")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὑλοβάτης
|Full diacritics=ὑλοβᾰ́της
|Medium diacritics=ὑλοβάτης
|Medium diacritics=ὑλοβάτης
|Low diacritics=υλοβάτης
|Low diacritics=υλοβάτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ylovatis
|Transliteration C=ylovatis
|Beta Code=u(loba/ths
|Beta Code=u(loba/ths
|Definition=[ῡ<b class="b3">, ᾰ], ου,</b> Dor. -τας, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who haunts the woods</b>, APl.4.233 (Theaet.), <span class="title">AP</span>6.32 (Agath.).</span>
|Definition=[ῡ, ᾰ], ου,</b> Dor. [[ὑλοβάτας]], ὁ, [[one who haunts the woods]], APl.4.233 (Theaet.), ''AP''6.32 (Agath.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] ὁ, = [[ὑληβάτης]]; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] ὁ, = [[ὑληβάτης]]; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui parcourt les forêts <i>(ép. de Pan)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[βαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλοβάτης:''' дор. [[ὑλοβάτας|ὑλοβάτᾱς]], ου (ῠ, ᾰτ) ὁ [[бродящий по лесам]] (эпитет Пана) Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλοβάτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233.
|lstext='''ὑλοβάτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ου (ὁ) :<br />qui parcourt les forêts <i>(ép. de Pan)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[βαίνω]].
|mltxt=ο / [[ὑλοβάτης]], ΝΑ, και [[ὑλιβάτης]] και ὑλίβατος και [[ὑληβάτης]] και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ανθρωποειδών πιθήκων της οικογένειας [[υλοβατίδες]], κν. γίββονας<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συχνάζει στα δάση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] / -<i>βατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[πυροβάτης]]. Ο τ. <i>ὑλι</i>-[[βάτης]], [[κατά]] το <i>ὀρι</i>-[[βάτης]]. Ο τ. με την νεοελλ. του σημ. [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hylobates</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑλοβάτης:''' -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑλο-[[βάτης]], ου, ὁ,<br />one who haunts the woods, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 21:46, 24 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλοβᾰ́της Medium diacritics: ὑλοβάτης Low diacritics: υλοβάτης Capitals: ΥΛΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: hylobátēs Transliteration B: hylobatēs Transliteration C: ylovatis Beta Code: u(loba/ths

English (LSJ)

[ῡ, ᾰ], ου, Dor. ὑλοβάτας, ὁ, one who haunts the woods, APl.4.233 (Theaet.), AP6.32 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1177] ὁ, = ὑληβάτης; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui parcourt les forêts (ép. de Pan).
Étymologie: ὕλη, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑλοβάτης: дор. ὑλοβάτᾱς, ου (ῠ, ᾰτ) ὁ бродящий по лесам (эпитет Пана) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοβάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233.

Greek Monolingual

ο / ὑλοβάτης, ΝΑ, και ὑλιβάτης και ὑλίβατος και ὑληβάτης και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος ανθρωποειδών πιθήκων της οικογένειας υλοβατίδες, κν. γίββονας
αρχ.
αυτός που συχνάζει στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -βάτης / -βατος (< βαίνω), πρβλ. πυροβάτης. Ο τ. ὑλι-βάτης, κατά το ὀρι-βάτης. Ο τ. με την νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. νεολατ. hylobates].

Greek Monotonic

ὑλοβάτης: -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑλο-βάτης, ου, ὁ,
one who haunts the woods, Anth.