ἀποφθεγματικός: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(1a) |
mNo edit summary |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apofthegmatikos | |Transliteration C=apofthegmatikos | ||
|Beta Code=a)pofqegmatiko/s | |Beta Code=a)pofqegmatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀποφθεγματική, ἀποφθεγματικόν, [[dealing in apophthegms]], [[sententious]], Plu.''Lyc.''19, ''Brut.''2, Demetr.''Eloc.''9; [[θόρυβος|θορύβους]] [[ἐνθυμηματικός|ἐνθυμηματικοὺς]] καὶ ἀποφθεγματικούς, i.e. [[bare]] [[assertion]]s, Epicur.''Nat.''14.9. Adv. [[ἀποφθεγματικῶς]] = [[sententiously]], [[expressing oneself through maxims]] Eust.1870.46. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que habla por medio de apotegmas]], [[sentencioso]] τοῦς παῖδας ἀποφθεγματικοὺς ... μηχανώμενος Plu.<i>Lyc</i>.19, ἀποφθεγματικὴ καὶ Λακωνικὴ ... [[βραχυλογία]] Plu.<i>Brut</i>.2, cf. Demetr.<i>Eloc</i>.9, Sch.Er.<i>Il</i>.9.497, θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς Epicur.<i>Fr</i>.[29.30] 2.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀποφθεγματικῶς]] = [[sentenciosamente]], [[profundamente]] Eust.1870.46. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0334.png Seite 334]] spruchreich, der gern in Sentenzen spricht, καὶ [[βραχυλόγος]] Plut. Lyc. 19; [[βραχυλογία]] Brut. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0334.png Seite 334]] [[spruchreich]], [[der gern in Sentenzen spricht]], καὶ [[βραχυλόγος]] Plut. Lyc. 19; [[βραχυλογία]] Brut. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui a un sens profond]];<br /><b>2</b> [[qui parle par sentences]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπόφθεγμα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποφθεγμᾰτικός:''' [[состоящий из сжатых изречений]], [[сентенциозный]] (λόγοι, βραχιλογία Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποφθεγματικός''': ἡ, όν, ὁ ὀλίγα καὶ ὀρθὰ λέγων, ὁ εὐφυὴς εἰς τὰς ἐκφράσεις του, ὁ μεταχειριζόμενος ἀποφθέγματα [[ὅταν]] λαλῇ, καὶ γὰρ αὐτὸς ὁ Λυκοῦργος [[βραχυλόγος]] τις ἔοικε γενέσθαι καὶ ἀποφθεγματικὸς Πλουτ. Λυκ. 19, Βροῦτ. 2, Δημήτρ. Φαληρ. 9.-Ἐπίρρ. -κῶς Εὐστ. 1870. 46. | |lstext='''ἀποφθεγματικός''': ἡ, όν, ὁ ὀλίγα καὶ ὀρθὰ λέγων, ὁ εὐφυὴς εἰς τὰς ἐκφράσεις του, ὁ μεταχειριζόμενος ἀποφθέγματα [[ὅταν]] λαλῇ, καὶ γὰρ αὐτὸς ὁ Λυκοῦργος [[βραχυλόγος]] τις ἔοικε γενέσθαι καὶ ἀποφθεγματικὸς Πλουτ. Λυκ. 19, Βροῦτ. 2, Δημήτρ. Φαληρ. 9.-Ἐπίρρ. -κῶς Εὐστ. 1870. 46. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποφθεγματικός:''' -ή, -όν, αυτός που χρησιμοποιεί αποφθέγματα στον λόγο του, [[βραχυλόγος]], [[λακωνικός]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀποφθεγματικός:''' -ή, -όν, αυτός που χρησιμοποιεί αποφθέγματα στον λόγο του, [[βραχυλόγος]], [[λακωνικός]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 25 February 2024
English (LSJ)
ἀποφθεγματική, ἀποφθεγματικόν, dealing in apophthegms, sententious, Plu.Lyc.19, Brut.2, Demetr.Eloc.9; θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς, i.e. bare assertions, Epicur.Nat.14.9. Adv. ἀποφθεγματικῶς = sententiously, expressing oneself through maxims Eust.1870.46.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que habla por medio de apotegmas, sentencioso τοῦς παῖδας ἀποφθεγματικοὺς ... μηχανώμενος Plu.Lyc.19, ἀποφθεγματικὴ καὶ Λακωνικὴ ... βραχυλογία Plu.Brut.2, cf. Demetr.Eloc.9, Sch.Er.Il.9.497, θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς Epicur.Fr.[29.30] 2.
2 adv. ἀποφθεγματικῶς = sentenciosamente, profundamente Eust.1870.46.
German (Pape)
[Seite 334] spruchreich, der gern in Sentenzen spricht, καὶ βραχυλόγος Plut. Lyc. 19; βραχυλογία Brut. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui a un sens profond;
2 qui parle par sentences.
Étymologie: ἀπόφθεγμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφθεγμᾰτικός: состоящий из сжатых изречений, сентенциозный (λόγοι, βραχιλογία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφθεγματικός: ἡ, όν, ὁ ὀλίγα καὶ ὀρθὰ λέγων, ὁ εὐφυὴς εἰς τὰς ἐκφράσεις του, ὁ μεταχειριζόμενος ἀποφθέγματα ὅταν λαλῇ, καὶ γὰρ αὐτὸς ὁ Λυκοῦργος βραχυλόγος τις ἔοικε γενέσθαι καὶ ἀποφθεγματικὸς Πλουτ. Λυκ. 19, Βροῦτ. 2, Δημήτρ. Φαληρ. 9.-Ἐπίρρ. -κῶς Εὐστ. 1870. 46.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀποφθεγματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά
2. λιγόλογος, λακωνικός.
Greek Monotonic
ἀποφθεγματικός: -ή, -όν, αυτός που χρησιμοποιεί αποφθέγματα στον λόγο του, βραχυλόγος, λακωνικός, σε Πλούτ.