ἑτερομήκης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(CSV import)
 
mNo edit summary
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eteromikis
|Transliteration C=eteromikis
|Beta Code=e(teromh/khs
|Beta Code=e(teromh/khs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with sides of uneven length</b>, i.e. <b class="b2">oblong</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span> 7.14</span>; <b class="b3">ἑτερόμηκες, τό</b>, <b class="b2">oblong rectangle</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cat.</span>11a10</span>, <span class="bibl"><span class="title">de An.</span>413a17</span>, <span class="bibl">Euc.1</span> <span class="title">Def.</span>22. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of numbers, <b class="b2">not square</b>, i.e. produced by the multiplication of two <b class="b2">unequal</b> factors, as 6 = 3 x 2, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Tht.</span>148a</span>, Plu. 2.367f; opp. <b class="b3">ἰσόπλευρος</b> (both of line and number), <span class="bibl">Arist. <span class="title">APo.</span>73b1</span>.</span>
|Definition=ἑτερομήκες,<br><span class="bld">A</span> [[with sides of uneven length]], i.e. [[oblong]], X.''Eq.'' 7.14; [[ἑτερόμηκες]], τό, [[oblong rectangle]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Categories|Cat.]]''11a10, ''de An.''413a17, Euc.1 ''Def.''22.<br><span class="bld">2</span> of numbers, [[not square]], i.e. produced by the [[multiplication]] of two [[unequal]] [[factor]]s, as 6 = 3 x 2, Pl. ''Tht.''148a, Plu. 2.367f; opp. [[ἰσόπλευρος]] (both of line and number), Arist. ''APo.''73b1.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1049.png Seite 1049]] ες, [[von verschiedener Länge]], [[ungleichseitig]], [[länglich]], [[oblongus]], [[σχῆμα]] D. Sic. 2, 3; [[πέδη]] Xen. de re equ. 7, 14; [[πλινθίον]] Polyaen. 3, 10, 7; – τὸ [[ἑτερόμηκες]], ein [[Rechteck]] ([[ὀρθογώνιον]] μέν, οὐκ ἰσόπλευρον δέ, Eucl. 1 def. 31); [[ἀριθμός]], eine Zahl, die diesem entspricht, also ein Product aus zwei ungleichen Factoren, Plat. Theaet. 148 c; so auch Plut. de Is. et Os. 42, wo 16 die einzige Quadratzahl u. 18 die einzige Zahl aus zwei ungleichen Factoren 3 × 6 heißen, deren Seiten addirt dieselbe Zahl mit der Fläche geben, 4 + 4 + 4 + 4 = 4 . 4 = 16, und 3 + 6 + 3 + 6 = 3 . 6 = 18.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[plus long dans un sens que de l'autre]];<br /><b>2</b> <i>t. de math.</i> qui n'est pas un carré (nombre).<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[μῆκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτερομήκης:'''<br /><b class="num">1</b> [[с измерениями разной длины]], т. е. [[удлиненный]], [[продолговатый]] ([[πέδη]] Xen.; [[σχῆμα]] Diod.);<br /><b class="num">2</b> (о числах) «[[продолговатый]]», т. е. [[неквадратный]], [[образовавшийся как произведение неравных сомножителей]] ([[ἀριθμός]] Plat.).
}}
{{ls
|lstext='''ἑτερομήκης''': ἑτερόμηκες, [[ἀνισόπλευρος]], δηλ. [[ἐπιμήκης]] [[ὀρθογώνιος]], Ξεν. Ἱππ. 7. 14· ἑτερόμηκες, τό, «ἑτερόμηκες δὲ ὃ ὀρθογώνιον μέν οὐκ ἰσόπλευρον δὲ» Εὐκλείδ. 1. σ. 2 λα΄, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 35, π. Ψυχ. 2. 2, 2. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, οὐχὶ [[τετράγωνος]], δηλ. προκύπτων ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο [[ἀνίσων]] παραγόντων, ὡς 6 = 3Χ2, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α, Πλούτ. 2. 367F· ἀντίθ. τῷ [[ἰσόπλευρος]], Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 4, 3. Πρβλ. [[προμήκης]].
}}
{{grml
|mltxt=-όμηκες (Α [[ἑτερομήκης]], -όμηκες)<br />αυτός που δεν έχει ίσο [[μήκος]] σε όλες τις διαστάσεις του, ο [[ανισομήκης]], ο [[ανισόπλευρος]] («ετερόμηκες [[τετράπλευρο]]» — ορθογώνιο, όχι όμως [[τετράγωνο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ετερομήκης]] (ενν. [[αριθμός]])<br />ο [[αριθμός]], γινόμενο δύο παραγόντων που διαφέρουν [[κατά]] μία [[μονάδα]] (2x3, 5x6)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αριθμό) αυτός που δεν [[είναι]] [[τετράγωνος]], αυτός που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό δύο άνισων παραγόντων («ὅσαι μὲν γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον καὶ ἐπίπεδον ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι, [[μῆκος]] ὡρισάμεθα, ὅσαι δὲ τὸν ἑτερομήκη, δυνάμεις, ὡς μήκει μὲν οὐ ξυμμέτρους ἐκείναις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερόμηκες</i><br />το ετερόμηκες [[τετράπλευρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μηκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), [[πρβλ]]. [[επιμήκης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑτερομήκης:''' -ες ([[μῆκος]]), αυτός που έχει πλευρές άνισου μήκους, [[ανισόπλευρος]], δηλ. [[επιμήκης]] [[ορθογώνιος]], [[ορθογώνιος]] [[παραλληλόγραμμος]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑτερο-μήκης, ες [[μῆκος]]<br />with sides of [[uneven]] [[length]], i. e. [[oblong]], [[rectangular]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 21:21, 29 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερομήκης Medium diacritics: ἑτερομήκης Low diacritics: ετερομήκης Capitals: ΕΤΕΡΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: heteromḗkēs Transliteration B: heteromēkēs Transliteration C: eteromikis Beta Code: e(teromh/khs

English (LSJ)

ἑτερομήκες,
A with sides of uneven length, i.e. oblong, X.Eq. 7.14; ἑτερόμηκες, τό, oblong rectangle, Arist.Cat.11a10, de An.413a17, Euc.1 Def.22.
2 of numbers, not square, i.e. produced by the multiplication of two unequal factors, as 6 = 3 x 2, Pl. Tht.148a, Plu. 2.367f; opp. ἰσόπλευρος (both of line and number), Arist. APo.73b1.

German (Pape)

[Seite 1049] ες, von verschiedener Länge, ungleichseitig, länglich, oblongus, σχῆμα D. Sic. 2, 3; πέδη Xen. de re equ. 7, 14; πλινθίον Polyaen. 3, 10, 7; – τὸ ἑτερόμηκες, ein Rechteck (ὀρθογώνιον μέν, οὐκ ἰσόπλευρον δέ, Eucl. 1 def. 31); ἀριθμός, eine Zahl, die diesem entspricht, also ein Product aus zwei ungleichen Factoren, Plat. Theaet. 148 c; so auch Plut. de Is. et Os. 42, wo 16 die einzige Quadratzahl u. 18 die einzige Zahl aus zwei ungleichen Factoren 3 × 6 heißen, deren Seiten addirt dieselbe Zahl mit der Fläche geben, 4 + 4 + 4 + 4 = 4 . 4 = 16, und 3 + 6 + 3 + 6 = 3 . 6 = 18.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 plus long dans un sens que de l'autre;
2 t. de math. qui n'est pas un carré (nombre).
Étymologie: ἕτερος, μῆκος.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερομήκης:
1 с измерениями разной длины, т. е. удлиненный, продолговатый (πέδη Xen.; σχῆμα Diod.);
2 (о числах) «продолговатый», т. е. неквадратный, образовавшийся как произведение неравных сомножителей (ἀριθμός Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερομήκης: ἑτερόμηκες, ἀνισόπλευρος, δηλ. ἐπιμήκης ὀρθογώνιος, Ξεν. Ἱππ. 7. 14· ἑτερόμηκες, τό, «ἑτερόμηκες δὲ ὃ ὀρθογώνιον μέν οὐκ ἰσόπλευρον δὲ» Εὐκλείδ. 1. σ. 2 λα΄, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 35, π. Ψυχ. 2. 2, 2. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, οὐχὶ τετράγωνος, δηλ. προκύπτων ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο ἀνίσων παραγόντων, ὡς 6 = 3Χ2, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α, Πλούτ. 2. 367F· ἀντίθ. τῷ ἰσόπλευρος, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 4, 3. Πρβλ. προμήκης.

Greek Monolingual

-όμηκες (Α ἑτερομήκης, -όμηκες)
αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» — ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός)
ο αριθμός, γινόμενο δύο παραγόντων που διαφέρουν κατά μία μονάδα (2x3, 5x6)
αρχ.
1. (για αριθμό) αυτός που δεν είναι τετράγωνος, αυτός που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό δύο άνισων παραγόντων («ὅσαι μὲν γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον καὶ ἐπίπεδον ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι, μῆκος ὡρισάμεθα, ὅσαι δὲ τὸν ἑτερομήκη, δυνάμεις, ὡς μήκει μὲν οὐ ξυμμέτρους ἐκείναις», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόμηκες
το ετερόμηκες τετράπλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μηκης (< μήκος), πρβλ. επιμήκης].

Greek Monotonic

ἑτερομήκης: -ες (μῆκος), αυτός που έχει πλευρές άνισου μήκους, ανισόπλευρος, δηλ. επιμήκης ορθογώνιος, ορθογώνιος παραλληλόγραμμος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἑτερο-μήκης, ες μῆκος
with sides of uneven length, i. e. oblong, rectangular, Xen.