κενοδοντίς: Difference between revisions
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
(6_12) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kenodontis | |Transliteration C=kenodontis | ||
|Beta Code=kenodonti/s | |Beta Code=kenodonti/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, <span | |Definition=-ίδος, ἡ, [[toothless]], AP6.297 (Phan.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />[[édenté]], [[sans dents]].<br />'''Étymologie:''' [[κενός]], [[ὀδούς]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κενοδοντίς, gen. -ίδος [[[κενός]], [[ὀδούς]]] [[tandeloos]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κενοδοντίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />αυτή που δεν έχει δόντια, ξεδοντιασμένη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i>, <i>ὁ</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κενοδοντίς:''' -ίδος, ἡ ([[ὀδούς]]), [[ανυπαρξία]] δοντιών, σε Ανθ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κενοδοντίς''': -ίδος, ἡ, [[ἄνευ]] ὀδόντων, [[ἀγρεῖφναν]] κενοδοντίδα (τὸ θηλυκ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἀρσεν. κενόδους κατὰ τὸ [[κυνόδους]]) Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297, [[ | |lstext='''κενοδοντίς''': -ίδος, ἡ, [[ἄνευ]] ὀδόντων, [[ἀγρεῖφναν]] κενοδοντίδα (τὸ θηλυκ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἀρσεν. κενόδους κατὰ τὸ [[κυνόδους]]) Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297, μετὰ διαφ. γραφ. κενοδόντιδα. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κεν-οδοντίς, ίδος [[ὀδούς]]<br />[[toothless]], Anth. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=(fem. von einem nicht vorkommenden κενόδους), [[ἀγρεῖφνα]], <i>[[zahnlos]]</i>, Phani. 4 (VI.297). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, toothless, AP6.297 (Phan.).
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
édenté, sans dents.
Étymologie: κενός, ὀδούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενοδοντίς, gen. -ίδος [κενός, ὀδούς] tandeloos.
Greek Monolingual
κενοδοντίς, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που δεν έχει δόντια, ξεδοντιασμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + ὀδούς, ὀδόντος, ὁ].
Greek Monotonic
κενοδοντίς: -ίδος, ἡ (ὀδούς), ανυπαρξία δοντιών, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κενοδοντίς: -ίδος, ἡ, ἄνευ ὀδόντων, ἀγρεῖφναν κενοδοντίδα (τὸ θηλυκ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἀρσεν. κενόδους κατὰ τὸ κυνόδους) Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297, μετὰ διαφ. γραφ. κενοδόντιδα.
Middle Liddell
κεν-οδοντίς, ίδος ὀδούς
toothless, Anth.
German (Pape)
(fem. von einem nicht vorkommenden κενόδους), ἀγρεῖφνα, zahnlos, Phani. 4 (VI.297).