κερουχίς: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kerouchis
|Transliteration C=kerouchis
|Beta Code=kerouxi/s
|Beta Code=kerouxi/s
|Definition=ίδος, pecul. fem. of sq., αἶγες <span class="bibl">Theoc.5.145</span> (κερουλίδες, <b class="b3">αἱ οὖλα κέρατα ἔχουσαι</b>, κερουλκίδες, <b class="b3">αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι</b> vv.ll. ap. Sch.).
|Definition=-ίδος, pecul. fem. of [[κεροῦχος]], αἶγες Theoc.5.145 (κερουλίδες, <b class="b3">αἱ οὖλα κέρατα ἔχουσαι</b>, κερουλκίδες, <b class="b3">αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι</b> vv.ll. ap. Sch.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, gehörnt, αἶγες, Theocr. 5, 145, wo die Schol. die [[varia lectio|v.l.]] [[κερουλκίς]] od. [[κερουλίς]], mit krausen, gewundenen Hörnern, erwähnen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, gehörnt, αἶγες, Theocr. 5, 145, wo die Schol. die [[varia lectio|v.l.]] [[κερουλκίς]] od. [[κερουλίς]], mit krausen, gewundenen Hörnern, erwähnen.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κερουχίς''': -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., αἶγες Θεόκρ. 5. 145, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. μνημονεύει δύο ἑτέρας γραφάς, «ἢ κερουλίδες, αἱ οὖλαι κέρατα ἔχουσαι· ἢ κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι».
|elnltext=κερουχίς -ίδος [κεροῦχος: gehoornd] adj. f., gehoornd.
}}
{{elru
|elrutext='''κερουχίς:''' ίδος adj. f рогатая (αἶγες Theocr.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερουχίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κερούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κερ</i>-<i>ούχος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, [[πρβλ]]. <i>εν</i>-<i>υδρ</i>-<i>ίς</i>, <i>εχιν</i>-<i>ίς</i>].
|mltxt=[[κερουχίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κερούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κερ</i>-<i>ούχος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, [[πρβλ]]. <i>εν</i>-<i>υδρ</i>-<i>ίς</i>, <i>εχιν</i>-<i>ίς</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κερουχίς:''' -[[ίδος]], θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κερουχίς:''' -ίδος, θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κερουχίς:''' ίδος adj. f рогатая (αἶγες Theocr.).
|lstext='''κερουχίς''': -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., αἶγες Θεόκρ. 5. 145, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. μνημονεύει δύο ἑτέρας γραφάς, «ἢ κερουλίδες, αἱ οὖλαι κέρατα ἔχουσαι· ἢ κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι».
}}
{{elnl
|elnltext=κερουχίς -ίδος [κεροῦχος: gehoornd] adj. f., gehoornd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κερουχίς]], ίδος [fem. of [[κεροῦχος]], Theocr.]
|mdlsjtxt=[[κερουχίς]], ίδος [fem. of [[κεροῦχος]], Theocr.]
}}
}}

Latest revision as of 14:11, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερουχίς Medium diacritics: κερουχίς Low diacritics: κερουχίς Capitals: ΚΕΡΟΥΧΙΣ
Transliteration A: kerouchís Transliteration B: kerouchis Transliteration C: kerouchis Beta Code: kerouxi/s

English (LSJ)

-ίδος, pecul. fem. of κεροῦχος, αἶγες Theoc.5.145 (κερουλίδες, αἱ οὖλα κέρατα ἔχουσαι, κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι vv.ll. ap. Sch.).

German (Pape)

[Seite 1425] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, gehörnt, αἶγες, Theocr. 5, 145, wo die Schol. die v.l. κερουλκίς od. κερουλίς, mit krausen, gewundenen Hörnern, erwähnen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερουχίς -ίδος [κεροῦχος: gehoornd] adj. f., gehoornd.

Russian (Dvoretsky)

κερουχίς: ίδος adj. f рогатая (αἶγες Theocr.).

Greek Monolingual

κερουχίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. κερούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερ-ούχος + κατάλ. -ίς, πρβλ. εν-υδρ-ίς, εχιν-ίς].

Greek Monotonic

κερουχίς: -ίδος, θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κερουχίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., αἶγες Θεόκρ. 5. 145, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει δύο ἑτέρας γραφάς, «ἢ κερουλίδες, αἱ οὖλαι κέρατα ἔχουσαι· ἢ κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι».

Middle Liddell

κερουχίς, ίδος [fem. of κεροῦχος, Theocr.]