κοπίδα: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(21)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κοπίς]], -[[ίδος]]) [[κοπή]]<br /><b>1.</b> [[κοπίδι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καυστικότητα]], [[οξύτητα]], [[δριμύτητα]] («ὁ δὲ Δημοσθένης... ἀνισταμένου... Φωκίωνος εἰώθει λέγειν, "ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπὶς πάρεστιν"», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεγάλο [[μαχαίρι]] ή [[πέλεκυς]], [[ιδίως]] του μάγειρα ή του κρεοπώλη<br /><b>2.</b> κυρτό [[μαχαίρι]]<br /><b>3.</b> (στους Λακεδαιμονίους) [[συνεστίαση]] [[προς]] τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.
|mltxt=η (Α [[κοπίς]], -ίδος) [[κοπή]]<br /><b>1.</b> [[κοπίδι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καυστικότητα]], [[οξύτητα]], [[δριμύτητα]] («ὁ δὲ Δημοσθένης... ἀνισταμένου... Φωκίωνος εἰώθει λέγειν, "ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπὶς πάρεστιν"», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεγάλο [[μαχαίρι]] ή [[πέλεκυς]], [[ιδίως]] του μάγειρα ή του κρεοπώλη<br /><b>2.</b> κυρτό [[μαχαίρι]]<br /><b>3.</b> (στους Λακεδαιμονίους) [[συνεστίαση]] [[προς]] τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.
}}
}}

Revision as of 14:11, 1 March 2024

Greek Monolingual

η (Α κοπίς, -ίδος) κοπή
1. κοπίδι
2. μτφ. καυστικότητα, οξύτητα, δριμύτητα («ὁ δὲ Δημοσθένης... ἀνισταμένου... Φωκίωνος εἰώθει λέγειν, "ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπὶς πάρεστιν"», Πλούτ.)
αρχ.
1. μεγάλο μαχαίρι ή πέλεκυς, ιδίως του μάγειρα ή του κρεοπώλη
2. κυρτό μαχαίρι
3. (στους Λακεδαιμονίους) συνεστίαση προς τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.