τιτίς: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> μικρό [[πτηνό]], [[νεοσσός]] που τιτίζει<br /><b>2.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]]<br /><b>3.</b> [[δαυλί]], μισοαναμμένο [[ξύλο]]<br /><b>μσν.</b><br />([[κατά]] τον Ψελλ.) «τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[τιτίζω]]].
|mltxt=-ίδος, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> μικρό [[πτηνό]], [[νεοσσός]] που τιτίζει<br /><b>2.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]]<br /><b>3.</b> [[δαυλί]], μισοαναμμένο [[ξύλο]]<br /><b>μσν.</b><br />([[κατά]] τον Ψελλ.) «τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[τιτίζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:16, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑτίς Medium diacritics: τιτίς Low diacritics: τιτίς Capitals: ΤΙΤΙΣ
Transliteration A: titís Transliteration B: titis Transliteration C: titis Beta Code: titi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A a small chirping bird, Phot.
II pudendum muliebre, Id.
III full-sized bath-tub, Alex.Trall.8.2, prob. cj. in Febr.2 (τίναν and τιτάδα codd.).

German (Pape)

[Seite 1121] ίδος, ἡ, ein kleiner, pipender Vogel, Phot.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 petit oiseau gazouillant;
2 tison;
3 le sexe de la femme.
Étymologie: DELG onomatopée ; cf. τιτυβίζω.

Greek (Liddell-Scott)

τῑτίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ πιπώ, μικρὸν τιτίζον πτηνόν, «βραχὺ ὀρνίθιον» Φώτ. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον αὐτόθι. - «τιτὶς καὶ ἡ κίρκος» αὐτόθι. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. ἀντὶ τοῦ Λατ. titio, δαλός, ξύλον ἡμίφλεκτον, Ἀλέξ. Τραλλ. 10, σ. 570. IV. τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν Ψελλ. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ, 3. σ. 226, 450, Ζωναρ. Λεξ. σ. 1732.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
1. μικρό πτηνό, νεοσσός που τιτίζει
2. το γυναικείο αιδοίο
3. δαυλί, μισοαναμμένο ξύλο
μσν.
(κατά τον Ψελλ.) «τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιτίζω].