ὀροδαμνίς: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀροδαμνίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του επόμ., [[βλασταράκι]], [[κλαδάκι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὀροδαμνίς:''' -ίδος, ἡ, υποκορ. του επόμ., [[βλασταράκι]], [[κλαδάκι]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀροδαμνίς]], ίδος, ἡ, [Dim. of [[ὀρόδαμνος]]<br />a [[sprig]], [[spray]], Theocr.
|mdlsjtxt=[[ὀροδαμνίς]], ίδος, ἡ, [Dim. of [[ὀρόδαμνος]]<br />a [[sprig]], [[spray]], Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀροδαμνίς Medium diacritics: ὀροδαμνίς Low diacritics: οροδαμνίς Capitals: ΟΡΟΔΑΜΝΙΣ
Transliteration A: orodamnís Transliteration B: orodamnis Transliteration C: orodamnis Beta Code: o)rodamni/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, Dim. of ὀρόδαμνος, sprig, spray, Theoc.7.138.

German (Pape)

[Seite 385] ίδος, ἡ, dim. von ὀρόδαμνος, Theocr. 7, 138.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
dim. de ὀρόδαμνος.

Russian (Dvoretsky)

ὀροδαμνίς: ίδος ἡ веточка, сучок Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀροδαμνίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ὀρόδαμνος, κλαδίσκος, κλωνάριον, Θεόκρ. 7. 138.

Greek Monolingual

ὀροδαμνίς, ἡ (Α) ορόδαμνος
μικρός κλάδος, κλαδάκι, κλωνάρι.

Greek Monotonic

ὀροδαμνίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του επόμ., βλασταράκι, κλαδάκι, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὀροδαμνίς, ίδος, ἡ, [Dim. of ὀρόδαμνος
a sprig, spray, Theocr.