σφαγίς: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[μαχαίρι]] που χρησιμοποιείται σε θυσίες<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μαχαίρι]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σφαγίς]]<br />τὸ [[προκάρδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφαγή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[λαβίς]])].
|mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[μαχαίρι]] που χρησιμοποιείται σε θυσίες<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μαχαίρι]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σφαγίς]]<br />τὸ [[προκάρδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφαγή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[λαβίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφᾰγίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[σφάζω]]), [[μαχαίρι]] με το οποίο τελείται [[ιερή]] [[προσφορά]], με το οποίο σφαγιάζεται το [[ιερό]] [[θύμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σφᾰγίς:''' -ίδος, ἡ ([[σφάζω]]), [[μαχαίρι]] με το οποίο τελείται [[ιερή]] [[προσφορά]], με το οποίο σφαγιάζεται το [[ιερό]] [[θύμα]], σε Ευρ.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰγίς Medium diacritics: σφαγίς Low diacritics: σφαγίς Capitals: ΣΦΑΓΙΣ
Transliteration A: sphagís Transliteration B: sphagis Transliteration C: sfagis Beta Code: sfagi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, sacrificial knife, E.El.811, 1142, D.H.7.72, Polyaen.3.9.40.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 couteau pour les sacrifices;
2 couteau de cuisine.
Étymologie: σφάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαγίς -ίδος, ἡ [σφαγή] offermes. slachtmes (van een kok). AP 6.306.4.

German (Pape)

ίδος, ἡ, Schlachtmesser, Opfermesser, Eur. El. 811, 1142; überhaupt Küchenmesser, Polyaen. 3.9.40.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰγίς: ίδος (ῐ) ἡ жертвенный нож Eur., Anth.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. μαχαίρι που χρησιμοποιείται σε θυσίες
2. (γενικά) μαχαίρι
3. (κατά τον Ησύχ.) «σφαγίς
τὸ προκάρδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγή + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λαβίς)].

Greek Monotonic

σφᾰγίς: -ίδος, ἡ (σφάζω), μαχαίρι με το οποίο τελείται ιερή προσφορά, με το οποίο σφαγιάζεται το ιερό θύμα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰγίς: -ίδος, ἡ, μάχαιρα θυτική, Εὐριπ. Ἠλέκ. 811, 1142· καθόλου, μάχαιρα, Πολύαιν. 3. 9, 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφαγίς· τὸ προκάρδιον».

Middle Liddell

σφᾰγίς, ίδος, ἡ, σφάζω
a sacrificial knife, Eur.

English (Woodhouse)

sacrificial knife

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)