γλυκύμαλον: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(8)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=γλυκύμαλον
|Medium diacritics=γλυκύμαλον
|Low diacritics=γλυκύμαλον
|Capitals=ΓΛΥΚΥΜΑΛΟΝ
|Transliteration A=glykýmalon
|Transliteration B=glykymalon
|Transliteration C=glykymalon
|Beta Code=gluku/malon
|Definition=''Aeolic and Doric'' for [[γλυκύμηλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''γλυκύμᾱλον:''' τό дор. сладкий сорт яблок [[Sappho]]: [[φίλον]] γ. - [[varia lectio|v.l.]] [[μελίμαλον]] (обращение) Theocr. сокровище мое.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γλῠκύμᾱλον''': Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = [[μελίμηλον]], γλυκὺ [[μῆλον]], Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39.
|lstext='''γλῠκύμᾱλον''': Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = [[μελίμηλον]], γλυκὺ [[μῆλον]], Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39.
Line 4: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>βλ.</b> [[γλυκόμηλο]].
|mltxt=το<br /><b>βλ.</b> [[γλυκόμηλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλῠκύμᾱλον:''' Αιολ. και Δωρ. αντί <i>γλυκύ-μηλον</i>, [[γλυκόμηλο]]· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει [[στοργή]], [[τρυφερότητα]], [[αγάπη]], σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[sweet]]-[[apple]], as a [[term]] of endearment, Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλυκύμαλον Medium diacritics: γλυκύμαλον Low diacritics: γλυκύμαλον Capitals: ΓΛΥΚΥΜΑΛΟΝ
Transliteration A: glykýmalon Transliteration B: glykymalon Transliteration C: glykymalon Beta Code: gluku/malon

English (LSJ)

Aeolic and Doric for γλυκύμηλον.

Russian (Dvoretsky)

γλυκύμᾱλον: τό дор. сладкий сорт яблок Sappho: φίλον γ. - v.l. μελίμαλον (обращение) Theocr. сокровище мое.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύμᾱλον: Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = μελίμηλον, γλυκὺ μῆλον, Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39.

Greek Monolingual

το
βλ. γλυκόμηλο.

Greek Monotonic

γλῠκύμᾱλον: Αιολ. και Δωρ. αντί γλυκύ-μηλον, γλυκόμηλο· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

sweet-apple, as a term of endearment, Theocr.